헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνόητος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀνόητος ἀνόητη ἀνόητον

형태분석: ἀ (접두사) + νοητ (어간) + ος (어미)

  1. 생각없는, 들리지 않는
  2. 우둔한, 멍청한
  3. 어리석은, 바보의
  1. not thought on, unheard of
  2. not within the province of thought, unintelligent
  3. not understanding, unintelligent, oh you fool, follies

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀνόητος

생각없는 (이)가

ἀνόήτη

생각없는 (이)가

ἀνόητον

생각없는 (것)가

속격 ἀνοήτου

생각없는 (이)의

ἀνόήτης

생각없는 (이)의

ἀνοήτου

생각없는 (것)의

여격 ἀνοήτῳ

생각없는 (이)에게

ἀνόήτῃ

생각없는 (이)에게

ἀνοήτῳ

생각없는 (것)에게

대격 ἀνόητον

생각없는 (이)를

ἀνόήτην

생각없는 (이)를

ἀνόητον

생각없는 (것)를

호격 ἀνόητε

생각없는 (이)야

ἀνόήτη

생각없는 (이)야

ἀνόητον

생각없는 (것)야

쌍수주/대/호 ἀνοήτω

생각없는 (이)들이

ἀνόήτᾱ

생각없는 (이)들이

ἀνοήτω

생각없는 (것)들이

속/여 ἀνοήτοιν

생각없는 (이)들의

ἀνόήταιν

생각없는 (이)들의

ἀνοήτοιν

생각없는 (것)들의

복수주격 ἀνόητοι

생각없는 (이)들이

ἀνό́ηται

생각없는 (이)들이

ἀνόητα

생각없는 (것)들이

속격 ἀνοήτων

생각없는 (이)들의

ἀνόητῶν

생각없는 (이)들의

ἀνοήτων

생각없는 (것)들의

여격 ἀνοήτοις

생각없는 (이)들에게

ἀνόήταις

생각없는 (이)들에게

ἀνοήτοις

생각없는 (것)들에게

대격 ἀνοήτους

생각없는 (이)들을

ἀνόήτᾱς

생각없는 (이)들을

ἀνόητα

생각없는 (것)들을

호격 ἀνόητοι

생각없는 (이)들아

ἀνό́ηται

생각없는 (이)들아

ἀνόητα

생각없는 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οὐκ ἂν θαυμάσαιμι τηλικαύτησ μεταβολῆσ ἐν τούτῳ τῷ βραχεῖ χρόνῳ γεγενημένησ, εἰ μηκέτι χωρήσει προσωτέρω μιᾶσ γενεᾶσ ὁ ζῆλοσ ἐκεῖνοσ τῶν ἀνοήτων λόγων· (Dionysius of Halicarnassus, De antiquis oratoribus, chapter 3 1:2)

    (디오니시오스, De antiquis oratoribus, chapter 3 1:2)

  • εἶτ’ ἐπὶ πᾶσι προσέθηκε τὸν γῦπα, διομνύμενοσ ἦ μὴν αὐτὸσ ἑωρακέναι ἀναπτάμενον ἐκ τῆσ πυρᾶσ, ὃν ἐγὼ μικρὸν ἔμπροσθεν ἀφῆκα πέτεσθαι καταγελῶντα τῶν ἀνοήτων καὶ βλακικῶν τὸν τρόπον. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 20:2)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 20:2)

  • ἐνίοτε δὲ μήτε ἐρομένου τινὸσ μήτε πεμφθέντοσ, ἀλλ’ οὐδὲ ὅλωσ ὄντοσ ἐχρησμῴδει πρὸσ ἔκπληξιν τῶν ἀνοήτων, οἱο͂ν καὶ τοῦτο Δίζεαι ὅστισ σὴν ἄλοχον μάλα πάγχυ λεληθὼσ Καλλιγένειαν ὑπὲρ λεχέων σαλαγεῖ κατὰ δῶμα ; (Lucian, Alexander, (no name) 50:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 50:1)

  • δοκεῖσ δέ μοι μήτε φίλον τινὰ ἢ οἰκεῖον ἢ εὔνουν ἔχειν μήτε ἀνδρὶ ἐλευθέρῳ πώποτε καὶ παρρησίαν ἄγοντι ἐντετυχηκέναι, ὃσ τἀληθὲσ εἰπὼν ἔπαυσεν ἄν σε ὑδέρῳ μὲν ἐχόμενον καὶ ὑπὸ τοῦ πάθουσ διαρραγῆναι κινδυνεύοντα, σαυτῷ δὲ εὔσαρκον εἶναι δοκοῦντα καὶ εὐρωστίαν οἰόμενον τὴν συμφορὰν καὶ ὑπὸ μὲν τῶν ἀνοήτων ἐπαινούμενον ἀγνοούντων ἃ πάσχεισ, ὑπὸ δὲ τῶν πεπαιδευμένων εἰκότωσ ἐλεούμενον. (Lucian, Lexiphanes, (no name) 17:3)

    (루키아노스, Lexiphanes, (no name) 17:3)

  • ὦ τῆσ μεγάλησ ἐπιθυμήσασ σοφίασ ἄνθρωπε παρ’ ἡμῶν, ὡσ εὐδαίμων ἐν Ἀθηναίοισ καὶ τοῖσ Ἕλλησι γενήσει, εἰ μνήμων εἶ καὶ φροντιστὴσ καὶ τὸ ταλαίπωρον ἔνεστιν ἐν τῇ ψυχῇ, καὶ μὴ κάμνεισ μήθ’ ἑστὼσ μήτε βαδίζων, μήτε ῥιγῶν ἄχθει λίαν μήτ’ ἀριστᾶν ἐπιθυμεῖσ, οἴνου τ’ ἀπέχει καὶ γυμνασίων καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων, καὶ βέλτιστον τοῦτο νομίζεισ, ὅπερ εἰκὸσ δεξιὸν ἄνδρα, νικᾶν πράττων καὶ βουλεύων καὶ τῇ γλώττῃ πολεμίζων. (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests 1:17)

    (아리스토파네스, Clouds, Choral, anapests 1:17)

유의어

  1. 생각없는

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION