헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναχώρησις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναχώρησις

형태분석: ἀναχωρησι (어간) + ς (어미)

어원: a)naxwre/w

  1. 철수, 후퇴
  2. 피난처, 숨는 곳, 위안
  1. a drawing back, retiring, retreating
  2. a means or place of retreat, refuge

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γενομένησ δὲ ἐπὶ πολὺ μάχησ καρτερᾶσ ἐνεδίδου ἤδη τὰ ἡμέτερα καὶ παρερρήγνυτο ἡ φάλαγξ, καὶ τέλοσ εἰσ δύο διεκόπη τὸ Σκυθικὸν ἅπαν, καὶ τὸ μὲν ὑπέφευγεν, οὐ πάνυ σαφῶσ ἡττημένον, ἀλλ’ ἀναχώρησισ ἐδόκει ἡ φυγή· (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 53:6)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 53:6)

  • καὶ φυγὴ μὲν οὐκ ἦν, ἀναχώρησισ δὲ πρὸσ ὄροσ τὸ καλούμενον Ὀλόκρον, ὥστε καὶ τὸν Αἰμίλιον ἰδόντα φησὶν ὁ Ποσειδώνιοσ καταρρήξασθαι τὸν χιτῶνα, τούτων μὲν ἐνδιδόντων, τῶν δ’ ἄλλων Ῥωμαίων διατρεπομένων τὴν φάλαγγα προσβολὴν οὐκ ἔχουσαν, ἀλλ’ ὥσπερ χαρακώματι τῷ πυκνώματι τῶν σαρισῶν ὑπαντιάζουσαν πάντοθεν ἀπρόσμαχον. (Plutarch, Aemilius Paulus, chapter 20 3:2)

    (플루타르코스, Aemilius Paulus, chapter 20 3:2)

  • ἦν δ’ οὐδέτερα τούτων, ἀλλ’ ἄσκησισ ὡσ ἐοίκε καὶ ἀναχώρησισ εἰσ ἑαυτὸ τοῦ μιμητικοῦ, καθάπερ ὄργανον ἐξαρτυομένου τὴν φωνὴν καὶ παρασκευάζοντοσ· (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 19 13:2)

    (플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 19 13:2)

  • ἦν δὲ αὐτοῖσ οὐκ εὐπετὴσ ἡ πρὸσ τὸν χάρακα ἀναχώρησισ καθ’ ὑψηλοῦ τε χωρίου καὶ διὰ κοίλησ ὁδοῦ διωκομένοισ, καὶ πολὺσ αὐτῶν φόνοσ ἐν ταύτῃ γίνεται τῇ τροπῇ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 43 6:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 43 6:1)

  • ὁρῶν τὸ στρατόπεδον τὸ τῆσ πόλεωσ εἰσ δεινὰσ δυσχωρίασ κατακεκλῃμένον, ὅθεν μὴ νικήσασι μάχην οὐκ ἦν ἀναχώρησισ, οὐδὲ βοηθείασ ἐλπὶσ οὔτ’ ἐκ γῆσ οὔτ’ ἐκ θαλάττησ, συναγείρασ ἐξ ἁπάσησ τῆσ Εὐβοίασ στρατόπεδον, καὶ παρὰ Φιλίππου δύναμιν προσμεταπεμψάμενοσ, ὅ τ’ ἀδελφὸσ αὐτοῦ Ταυροσθένησ, ὁ νυνὶ πάντασ δεξιούμενοσ καὶ προσγελῶν, τοὺσ Φωκικοὺσ ξένουσ διαβιβάσασ, ἦλθον ἐφ’ ἡμᾶσ ὡσ ἀναιρήσοντεσ. (Aeschines, Speeches, , section 871)

    (아이스키네스, 연설, , section 871)

유의어

  1. 철수

  2. 피난처

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION