헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφυγή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφυγή

형태분석: καταφυγ (어간) + η (어미)

  1. 피난처, 숨는 곳, 위안, 피난
  2. 탈출 수단, 변명, 핑계
  1. a refuge, place of refuge, refuge from
  2. a way of escape, excuse

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καταφυγή

피난처가

καταφυγᾱ́

피난처들이

καταφυγαί

피난처들이

속격 καταφυγῆς

피난처의

καταφυγαῖν

피난처들의

καταφυγῶν

피난처들의

여격 καταφυγῇ

피난처에게

καταφυγαῖν

피난처들에게

καταφυγαῖς

피난처들에게

대격 καταφυγήν

피난처를

καταφυγᾱ́

피난처들을

καταφυγᾱ́ς

피난처들을

호격 καταφυγή

피난처야

καταφυγᾱ́

피난처들아

καταφυγαί

피난처들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ᾠκοδόμησε Μωυσῆσ θυσιαστήριον Κυρίῳ καὶ ἐπωνόμασε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Κύριοσ καταφυγή μου. (Septuagint, Liber Exodus 17:15)

    (70인역 성경, 탈출기 17:15)

  • καὶ εὕρῃ αὐτὸν ὁ ἀγχιστεύων τὸ αἷμα ἔξω τῶν ὁρίων τῆσ πόλεωσ καταφυγῆσ αὐτοῦ καὶ φονεύσῃ ὁ ἀγχιστεύων τὸ αἷμα τὸν φονεύσαντα, οὐκ ἔνοχόσ ἐστιν. (Septuagint, Liber Numeri 35:27)

    (70인역 성경, 민수기 35:27)

  • ἐν γὰρ τῇ πόλει τῆσ καταφυγῆσ κατοικείτω, ἕωσ ἂν ἀποθάνῃ ὁ ἱερεὺσ ὁ μέγασ, καὶ μετὰ τὸ ἀποθανεῖν τὸν ἱερέα τὸν μέγαν ἐπαναστραφήσεται ὁ φονεύσασ εἰσ τὴν γῆν τῆσ κατασχέσεωσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Numeri 35:28)

    (70인역 성경, 민수기 35:28)

  • στόχασαί σοι τὴν ὁδὸν καὶ τριμεριεῖσ τὰ ὅρια τῆσ γῆσ σου, ἣν καταμερίζει σοι Κύριοσ ὁ Θεόσ σου, καὶ ἔσται ἐκεῖ καταφυγὴ παντὶ φονευτῇ. (Septuagint, Liber Deuteronomii 19:3)

    (70인역 성경, 신명기 19:3)

  • ὁ Θεόσ μου φύλαξ μου ἔσται μοι, πεποιθὼσ ἔσομαι ἐπ’ αὐτῷ, ὑπερασπιστήσ μου καὶ κέρασ σωτηρίασ μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου σωτηρίασ μου, ἐξ ἀδίκου σώσεισ με. (Septuagint, Liber II Samuelis 22:3)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 22:3)

  • ἐὰν δέ τισ ἐπιθῆται τῷ πλησίον ἀποκτεῖναι αὐτὸν δόλῳ καὶ καταφύγῃ, ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου μου λήψῃ αὐτὸν θανατῶσαι. (Septuagint, Liber Exodus 21:14)

    (70인역 성경, 탈출기 21:14)

  • καὶ ἐγένετο Κύριοσ καταφυγὴ τῷ πένητι, βοηθὸσ ἐν εὐκαιρίαισ ἐν θλίψεσι. (Septuagint, Liber Psalmorum 9:10)

    (70인역 성경, 시편 9:10)

유의어

  1. 피난처

  2. 탈출 수단

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION