헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφυγή

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφυγή

형태분석: καταφυγ (어간) + η (어미)

  1. 피난처, 숨는 곳, 위안, 피난
  2. 탈출 수단, 변명, 핑계
  1. a refuge, place of refuge, refuge from
  2. a way of escape, excuse

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 καταφυγή

피난처가

καταφυγᾱ́

피난처들이

καταφυγαί

피난처들이

속격 καταφυγῆς

피난처의

καταφυγαῖν

피난처들의

καταφυγῶν

피난처들의

여격 καταφυγῇ

피난처에게

καταφυγαῖν

피난처들에게

καταφυγαῖς

피난처들에게

대격 καταφυγήν

피난처를

καταφυγᾱ́

피난처들을

καταφυγᾱ́ς

피난처들을

호격 καταφυγή

피난처야

καταφυγᾱ́

피난처들아

καταφυγαί

피난처들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ποιήσει τοῖσ ὀχυρώμασι τῶν καταφυγῶν μετὰ θεοῦ ἀλλοτρίου καὶ πληθυνεῖ δόξαν καὶ ὑποτάξει αὐτοῖσ πολλοὺσ καὶ γῆν διελεῖ ἐν δώροισ. (Septuagint, Prophetia Danielis 11:39)

    (70인역 성경, 다니엘서 11:39)

  • "ὡσ δὲ μικροῦ κατέλευσαν αὐτὸν ἐπιδραμόντεσ ἅπαντεσ, τότε μὲν ἐπὶ τὸν Δία καταφυγὼν ὁ γενναῖοσ εὑρ́ετο μὴ ἀποθανεῖν, ἐσ δὲ τὴν ἑξῆσ Ὀλυμπιάδα λόγον τινὰ διὰ τεττάρων ἐτῶν συνθεὶσ τῶν διὰ μέσου ἐξήνεγκε πρὸσ τοὺσ Ἕλληνασ, ἔπαινον ὑπὲρ τοῦ τὸ ὕδωρ ἐπαγαγόντοσ καὶ ἀπολογίαν ὑπὲρ τῆσ τότε φυγῆσ. (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 9:46)

    (루키아노스, De morte Peregrini, (no name) 9:46)

  • τοῦ δ’, εἰ καὶ μικρὰ πρὸσ τὴν ἱκετείαν ἐνέδωκεν, ἀγαστὴ μὲν ἡ παρασκευὴ τοῦ φαρμάκου καὶ τήρησισ, ἀγαστὴ δ’ ἡ χρῆσισ, ὅτι τοῦ θεοῦ μὴ παρασχόντοσ αὐτῷ τὴν ἀσυλίαν, ὥσπερ ἐπὶ μείζονα βωμὸν καταφυγών, ἐκ τῶν ὅπλων καὶ τῶν δορυφόρων λαβὼν ἑαυτὸν ᾤχετο, τῆσ Ἀντιπάτρου καταγελάσασ ὠμότητοσ. (Plutarch, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 5 1:2)

    (플루타르코스, Comparison of Demosthenes with Cicero, chapter 5 1:2)

  • γενομένησ δὲ τῆσ τροπῆσ ὁ μὲν Φούλβιοσ εἴσ τι βαλανεῖον ἠμελημένον καταφυγὼν καὶ μετὰ μικρὸν ἀνευρεθεὶσ κατεσφάγη μετὰ τοῦ πρεσβυτέρου παιδόσ, ὁ δὲ Γάιοσ ὤφθη μὲν ὑπ’ οὐδενὸσ μαχόμενοσ, ἀλλὰ δυσανασχετῶν τοῖσ γινομένοισ ἀνεχώρησεν εἴσ τὸ τῆσ Ἀρτέμιδοσ ἱερόν ἐκεῖ δὲ βουλόμενοσ ἑαυτὸν ἀνελεῖν ὑπὸ τῶν πιστοτάτων ἑταίρων ἐκωλύθη, Πομπωνίου καὶ Λικιννίου· (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 16 4:1)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 16 4:1)

  • ὁ δὲ φθάνει μικρὸν εἰσ ἱερὸν ἄλσοσ Ἐριννύων καταφυγών, κἀκεῖ διαφθείρεται, τοῦ Φιλοκράτουσ ἀνελόντοσ ἐκεῖνον, εἶτα ἑαυτὸν ἐπισφάξαντοσ. (Plutarch, Caius Gracchus, chapter 17 2:1)

    (플루타르코스, Caius Gracchus, chapter 17 2:1)

유의어

  1. 피난처

  2. 탈출 수단

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION