ἀναχώρησις
Third declension Noun; Feminine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀναχώρησις
Structure:
ἀναχωρησι
(Stem)
+
ς
(Ending)
Sense
- a drawing back, retiring, retreating
- a means or place of retreat, refuge
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀράχναι γεννῶντεσ ἀφ’ ἑαυτῶν ἀπ’ ἀρχῆσ ἀνυποθέτου ὑφαίνουσι καὶ ἀποτείνουσιν, ἀλλ’ ἔχει τινὰσ ἱστορίασ καὶ παθῶν διηγήσεισ, οἶσθ’ αὐτή, καὶ καθάπερ οἱ μαθηματικοὶ τὴν ἶριν ἔμφασιν εἶναι τοῦ ἡλίου λέγουσι ποικιλλομένην τῇ πρὸσ τὸ νέφοσ ἀναχωρήσει τῆσ ὄψεωσ, οὕτωσ μῦθοσ ἐνταῦθα λόγου τινὸσ; (Plutarch, De Iside et Osiride, section 20 4:1)
- Ἀλκμαίων ἀναχωρήσει τοῦ αἵματοσ εἰσ τὰσ αἱμόρρουσ φλέβασ ὕπνον γίνεσθαί φησι, τὴν δ’ ἐξέγερσιν διαχύσει, τῇ δὲ παντελεῖ ἀναχωρήσει θάνατον. (Pseudo-Plutarch, Placita Philosophorum, book 5, 1)
- ἡμεῖσ μέν, ὦ Σίκκιε, μαχούμεθα τοῖσ πολεμίοισ ἐνθάδε, σὺ δ’ ἐν ὅσῳ μέλλομεν ἔτι καὶ παρασκευαζόμεθα τὰ πρὸσ τὸν ἀγῶνα ἀμφότεροι, χώρει τὴν πλαγίαν ἐκείνην ὁδὸν ἐπὶ τὸ ὄροσ, ἔνθα ἡ τῶν πολεμίων ἐστὶ παρεμβολή, καὶ μάχην τίθεσο πρὸσ τοὺσ ἐν τῷ χάρακι, ἵν’ ἢ περὶ τῷ φρουρίῳ δείσαντεσ οἱ πρὸσ ἡμᾶσ μαχόμενοι καὶ βοηθεῖν προθυμούμενοι νῶτά τε δείξωσι καὶ εὐκατέργαστοι γένωνται, καθάπερ εἰκὸσ ἐν ἀναχωρήσει ταχείᾳ, καὶ εἰσ μίαν ὁδὸν ἅπαντεσ βιαζόμενοι, ἢ μένοντεσ αὐτόθι τὸν χάρακα ἀποβάλωσιν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 44 3:1)
- καὶ οἵ τε τῶν Περσῶν ἵπποι ἐν τῇ ἀναχωρήσει ἐκακοπάθουν βαρέωσ ὡπλισμένουσ τοὺσ ἀμβάτασ σφῶν φέροντεσ, καὶ αὐτοὶ οἱ ἱππεῖσ κατὰ στενὰσ ὁδοὺσ πλήθει τε πολλοὶ καὶ πεφοβημένωσ ξὺν ἀταξίᾳ ἀποχωροῦντεσ οὐ μεῖον ἀπ̓ ἀλλήλων καταπατούμενοι ἢ πρὸσ τῶν διωκόντων πολεμίων ἐβλάπτοντο. (Arrian, Anabasis, book 2, chapter 11 3:2)
Synonyms
-
a drawing back
-
a means or place of retreat
- κρησφύγετον (a place of refuge, retreat, resort)
- καταφυγή (a refuge, place of refuge, refuge from)
- φύξιον (a place of refuge)
- ἀποχώρησις (a going off, retreat, a place or means of safety)
- διαφυγή (a refuge, means of escape)
- ἀποφυγή (an escape or place of refuge, escape from)
- ὑποχώρησις (a retiring-place, retreat)
- δίαιτα (refuge, retreat, lair of an animal)