헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄγνοια

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄγνοια ἀγνοίας

형태분석: ἀγνοι (어간) + α (어미)

어원: a)gnoe/w

  1. 무지, 미숙련, 무식, 무분별
  1. The state of not knowing or perceiving: ignorance, unawareness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἄγνοια

무지가

ἀγνοίᾱ

무지들이

ά̓γνοιαι

무지들이

속격 ἀγνοίᾱς

무지의

ἀγνοίαιν

무지들의

ἀγνοιῶν

무지들의

여격 ἀγνοίᾱͅ

무지에게

ἀγνοίαιν

무지들에게

ἀγνοίαις

무지들에게

대격 ά̓γνοιαν

무지를

ἀγνοίᾱ

무지들을

ἀγνοίᾱς

무지들을

호격 ά̓γνοια

무지야

ἀγνοίᾱ

무지들아

ά̓γνοιαι

무지들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ οἴσει κριὸν ἄμωμον ἐκ τῶν προβάτων, τιμῆσ ἀργυρίου εἰσ πλημμέλειαν πρὸσ τὸν ἱερέα. καὶ ἐξιλάσεται περὶ αὐτοῦ ὁ ἱερεὺσ περὶ τῆσ ἀγνοίασ αὐτοῦ, ἧσ ἠγνόησε, καὶ αὐτὸσ οὐκ ᾔδει, καὶ ἀφεθήσεται αὐτῷ. (Septuagint, Liber Leviticus 5:18)

    (70인역 성경, 레위기 5:18)

  • καὶ ἐπέβαλον τὰσ χεῖρασ ἐκβαλεῖν τὰσ γυναῖκασ αὐτῶν, καὶ εἰσ ἐξιλασμὸν κριοὺσ ὑπὲρ τῆσ ἀγνοίασ αὐτῶν. (Septuagint, Liber Esdrae I 9:20)

    (70인역 성경, 에즈라기 9:20)

  • ἁμαρτίασ νεότητόσ μου καὶ ἀγνοίασ μου μὴ μνησθῇσ. κατὰ τὸ ἔλεόσ σου μνήσθητί μου, σύ, ἕνεκεν χρηστότητόσ σου, Κύριε. (Septuagint, Liber Psalmorum 24:7)

    (70인역 성경, 시편 24:7)

  • Εἶτ̓ οὐκ ἤρκεσε τὸ πλανᾶσθαι περὶ τὴν τοῦ Θεοῦ γνῶσιν, ἀλλὰ καὶ μεγάλῳ ζῶντεσ ἀγνοίασ πολέμῳ τὰ τοσαῦτα κακὰ εἰρήνην προσαγορεύουσιν. (Septuagint, Liber Sapientiae 14:22)

    (70인역 성경, 지혜서 14:22)

  • μὴ δῷσ αὐτῷ ἐξουσία ἐν νεότητι. θλάσον τὰσ πλευρὰσ αὐτοῦ, ὡσ ἔστι νήπιοσ, μήποτε σκληρυνθεὶσ ἀπειθήσῃ σοι. [καὶ μὴ παρίδῃσ τὰσ ἀγνοίασ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 30:11)

    (70인역 성경, Liber Sirach 30:11)

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION