- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δουλεύω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: douleuō 고전 발음: [둘:레워:] 신약 발음: [둘레워]

기본형: δουλεύω

형태분석: δουλεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: δοῦλος

  1. to be a slave
  2. to serve or be subject to, to be a slave

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δουλεύω

δουλεύεις

δουλεύει

쌍수 δουλεύετον

δουλεύετον

복수 δουλεύομεν

δουλεύετε

δουλεύουσι(ν)

접속법단수 δουλεύω

δουλεύῃς

δουλεύῃ

쌍수 δουλεύητον

δουλεύητον

복수 δουλεύωμεν

δουλεύητε

δουλεύωσι(ν)

기원법단수 δουλεύοιμι

δουλεύοις

δουλεύοι

쌍수 δουλεύοιτον

δουλευοίτην

복수 δουλεύοιμεν

δουλεύοιτε

δουλεύοιεν

명령법단수 δούλευε

δουλευέτω

쌍수 δουλεύετον

δουλευέτων

복수 δουλεύετε

δουλευόντων, δουλευέτωσαν

부정사 δουλεύειν

분사 남성여성중성
δουλευων

δουλευοντος

δουλευουσα

δουλευουσης

δουλευον

δουλευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δουλεύομαι

δουλεύει, δουλεύῃ

δουλεύεται

쌍수 δουλεύεσθον

δουλεύεσθον

복수 δουλευόμεθα

δουλεύεσθε

δουλεύονται

접속법단수 δουλεύωμαι

δουλεύῃ

δουλεύηται

쌍수 δουλεύησθον

δουλεύησθον

복수 δουλευώμεθα

δουλεύησθε

δουλεύωνται

기원법단수 δουλευοίμην

δουλεύοιο

δουλεύοιτο

쌍수 δουλεύοισθον

δουλευοίσθην

복수 δουλευοίμεθα

δουλεύοισθε

δουλεύοιντο

명령법단수 δουλεύου

δουλευέσθω

쌍수 δουλεύεσθον

δουλευέσθων

복수 δουλεύεσθε

δουλευέσθων, δουλευέσθωσαν

부정사 δουλεύεσθαι

분사 남성여성중성
δουλευομενος

δουλευομενου

δουλευομενη

δουλευομενης

δουλευομενον

δουλευομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ μὴ γὰρ ὅπως δουλεύω γώ, τουτὶ ταχέως με διδάξεις, οὐκ ἔστιν ὅπως οὐχὶ τεθνήξεις, κἂν χρῇ σπλάγχνων μ ἀπέχεσθαι. (Aristophanes, Wasps, Agon, antepirrheme3)

    (아리스토파네스, Wasps, Agon, antepirrheme3)

  • εἶτα τοῖσδε δουλεύω βίᾳ. (Sophocles, episode 3:25)

    (소포클레스, episode 3:25)

  • ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν τῷ πατρὶ αὐτοῦ Ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ: (, chapter 14 68:1)

    (, chapter 14 68:1)

  • ἄρα οὖν αὐτὸς ἐγὼ τῷ μὲν νοϊ` δουλεύω νόμῳ θεοῦ, τῇ δὲ σαρκὶ νόμῳ ἁμαρτίας. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 206:2)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 206:2)

유의어

  1. to be a slave

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION