헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀποστέλλω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀποστέλλω ἀποστελῶ ἀποστεῖλα ἀπέσταλκα ἀπέσταλμαι ἀπεστάλην

형태분석: ἀπο (접두사) + στέλλ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 보내다, 쫓아내다
  2. 추방하다, 떨쳐버리다
  3. (수동태로) 출발하다, 떠나다, 떠나가다
  1. to send off, send away from
  2. (absolute) to send away, banish
  3. (passive) to go away, depart, set out

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστέλλω

(나는) 보낸다

ἀποστέλλεις

(너는) 보낸다

ἀποστέλλει

(그는) 보낸다

쌍수 ἀποστέλλετον

(너희 둘은) 보낸다

ἀποστέλλετον

(그 둘은) 보낸다

복수 ἀποστέλλομεν

(우리는) 보낸다

ἀποστέλλετε

(너희는) 보낸다

ἀποστέλλουσιν*

(그들은) 보낸다

접속법단수 ἀποστέλλω

(나는) 보내자

ἀποστέλλῃς

(너는) 보내자

ἀποστέλλῃ

(그는) 보내자

쌍수 ἀποστέλλητον

(너희 둘은) 보내자

ἀποστέλλητον

(그 둘은) 보내자

복수 ἀποστέλλωμεν

(우리는) 보내자

ἀποστέλλητε

(너희는) 보내자

ἀποστέλλωσιν*

(그들은) 보내자

기원법단수 ἀποστέλλοιμι

(나는) 보내기를 (바라다)

ἀποστέλλοις

(너는) 보내기를 (바라다)

ἀποστέλλοι

(그는) 보내기를 (바라다)

쌍수 ἀποστέλλοιτον

(너희 둘은) 보내기를 (바라다)

ἀποστελλοίτην

(그 둘은) 보내기를 (바라다)

복수 ἀποστέλλοιμεν

(우리는) 보내기를 (바라다)

ἀποστέλλοιτε

(너희는) 보내기를 (바라다)

ἀποστέλλοιεν

(그들은) 보내기를 (바라다)

명령법단수 ἀποστέλλε

(너는) 보내어라

ἀποστελλέτω

(그는) 보내어라

쌍수 ἀποστέλλετον

(너희 둘은) 보내어라

ἀποστελλέτων

(그 둘은) 보내어라

복수 ἀποστέλλετε

(너희는) 보내어라

ἀποστελλόντων, ἀποστελλέτωσαν

(그들은) 보내어라

부정사 ἀποστέλλειν

보내는 것

분사 남성여성중성
ἀποστελλων

ἀποστελλοντος

ἀποστελλουσα

ἀποστελλουσης

ἀποστελλον

ἀποστελλοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστέλλομαι

(나는) 보내여진다

ἀποστέλλει, ἀποστέλλῃ

(너는) 보내여진다

ἀποστέλλεται

(그는) 보내여진다

쌍수 ἀποστέλλεσθον

(너희 둘은) 보내여진다

ἀποστέλλεσθον

(그 둘은) 보내여진다

복수 ἀποστελλόμεθα

(우리는) 보내여진다

ἀποστέλλεσθε

(너희는) 보내여진다

ἀποστέλλονται

(그들은) 보내여진다

접속법단수 ἀποστέλλωμαι

(나는) 보내여지자

ἀποστέλλῃ

(너는) 보내여지자

ἀποστέλληται

(그는) 보내여지자

쌍수 ἀποστέλλησθον

(너희 둘은) 보내여지자

ἀποστέλλησθον

(그 둘은) 보내여지자

복수 ἀποστελλώμεθα

(우리는) 보내여지자

ἀποστέλλησθε

(너희는) 보내여지자

ἀποστέλλωνται

(그들은) 보내여지자

기원법단수 ἀποστελλοίμην

(나는) 보내여지기를 (바라다)

ἀποστέλλοιο

(너는) 보내여지기를 (바라다)

ἀποστέλλοιτο

(그는) 보내여지기를 (바라다)

쌍수 ἀποστέλλοισθον

(너희 둘은) 보내여지기를 (바라다)

ἀποστελλοίσθην

(그 둘은) 보내여지기를 (바라다)

복수 ἀποστελλοίμεθα

(우리는) 보내여지기를 (바라다)

ἀποστέλλοισθε

(너희는) 보내여지기를 (바라다)

ἀποστέλλοιντο

(그들은) 보내여지기를 (바라다)

명령법단수 ἀποστέλλου

(너는) 보내여져라

ἀποστελλέσθω

(그는) 보내여져라

쌍수 ἀποστέλλεσθον

(너희 둘은) 보내여져라

ἀποστελλέσθων

(그 둘은) 보내여져라

복수 ἀποστέλλεσθε

(너희는) 보내여져라

ἀποστελλέσθων, ἀποστελλέσθωσαν

(그들은) 보내여져라

부정사 ἀποστέλλεσθαι

보내여지는 것

분사 남성여성중성
ἀποστελλομενος

ἀποστελλομενου

ἀποστελλομενη

ἀποστελλομενης

ἀποστελλομενον

ἀποστελλομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστελῶ

(나는) 보내겠다

ἀποστελεῖς

(너는) 보내겠다

ἀποστελεῖ

(그는) 보내겠다

쌍수 ἀποστελεῖτον

(너희 둘은) 보내겠다

ἀποστελεῖτον

(그 둘은) 보내겠다

복수 ἀποστελοῦμεν

(우리는) 보내겠다

ἀποστελεῖτε

(너희는) 보내겠다

ἀποστελοῦσιν*

(그들은) 보내겠다

기원법단수 ἀποστελοῖμι

(나는) 보내겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖς

(너는) 보내겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖ

(그는) 보내겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποστελοῖτον

(너희 둘은) 보내겠기를 (바라다)

ἀποστελοίτην

(그 둘은) 보내겠기를 (바라다)

복수 ἀποστελοῖμεν

(우리는) 보내겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖτε

(너희는) 보내겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖεν

(그들은) 보내겠기를 (바라다)

부정사 ἀποστελεῖν

보낼 것

분사 남성여성중성
ἀποστελων

ἀποστελουντος

ἀποστελουσα

ἀποστελουσης

ἀποστελουν

ἀποστελουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀποστελοῦμαι

(나는) 보내여지겠다

ἀποστελεῖ, ἀποστελῇ

(너는) 보내여지겠다

ἀποστελεῖται

(그는) 보내여지겠다

쌍수 ἀποστελεῖσθον

(너희 둘은) 보내여지겠다

ἀποστελεῖσθον

(그 둘은) 보내여지겠다

복수 ἀποστελούμεθα

(우리는) 보내여지겠다

ἀποστελεῖσθε

(너희는) 보내여지겠다

ἀποστελοῦνται

(그들은) 보내여지겠다

기원법단수 ἀποστελοίμην

(나는) 보내여지겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖο

(너는) 보내여지겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖτο

(그는) 보내여지겠기를 (바라다)

쌍수 ἀποστελοῖσθον

(너희 둘은) 보내여지겠기를 (바라다)

ἀποστελοίσθην

(그 둘은) 보내여지겠기를 (바라다)

복수 ἀποστελοίμεθα

(우리는) 보내여지겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖσθε

(너희는) 보내여지겠기를 (바라다)

ἀποστελοῖντο

(그들은) 보내여지겠기를 (바라다)

부정사 ἀποστελεῖσθαι

보내여질 것

분사 남성여성중성
ἀποστελουμενος

ἀποστελουμενου

ἀποστελουμενη

ἀποστελουμενης

ἀποστελουμενον

ἀποστελουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέστελλον

(나는) 보내고 있었다

ἀπέστελλες

(너는) 보내고 있었다

ἀπέστελλεν*

(그는) 보내고 있었다

쌍수 ἀπεστέλλετον

(너희 둘은) 보내고 있었다

ἀπεστελλέτην

(그 둘은) 보내고 있었다

복수 ἀπεστέλλομεν

(우리는) 보내고 있었다

ἀπεστέλλετε

(너희는) 보내고 있었다

ἀπέστελλον

(그들은) 보내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεστελλόμην

(나는) 보내여지고 있었다

ἀπεστέλλου

(너는) 보내여지고 있었다

ἀπεστέλλετο

(그는) 보내여지고 있었다

쌍수 ἀπεστέλλεσθον

(너희 둘은) 보내여지고 있었다

ἀπεστελλέσθην

(그 둘은) 보내여지고 있었다

복수 ἀπεστελλόμεθα

(우리는) 보내여지고 있었다

ἀπεστέλλεσθε

(너희는) 보내여지고 있었다

ἀπεστέλλοντο

(그들은) 보내여지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπέστειλα

(나는) 보내었다

ἀπέστειλας

(너는) 보내었다

ἀπέστειλεν*

(그는) 보내었다

쌍수 ἀπεστείλατον

(너희 둘은) 보내었다

ἀπεστειλάτην

(그 둘은) 보내었다

복수 ἀπεστείλαμεν

(우리는) 보내었다

ἀπεστείλατε

(너희는) 보내었다

ἀπέστειλαν

(그들은) 보내었다

접속법단수 ἀποστείλω

(나는) 보내었자

ἀποστείλῃς

(너는) 보내었자

ἀποστείλῃ

(그는) 보내었자

쌍수 ἀποστείλητον

(너희 둘은) 보내었자

ἀποστείλητον

(그 둘은) 보내었자

복수 ἀποστείλωμεν

(우리는) 보내었자

ἀποστείλητε

(너희는) 보내었자

ἀποστείλωσιν*

(그들은) 보내었자

기원법단수 ἀποστείλαιμι

(나는) 보내었기를 (바라다)

ἀποστείλαις

(너는) 보내었기를 (바라다)

ἀποστείλαι

(그는) 보내었기를 (바라다)

쌍수 ἀποστείλαιτον

(너희 둘은) 보내었기를 (바라다)

ἀποστειλαίτην

(그 둘은) 보내었기를 (바라다)

복수 ἀποστείλαιμεν

(우리는) 보내었기를 (바라다)

ἀποστείλαιτε

(너희는) 보내었기를 (바라다)

ἀποστείλαιεν

(그들은) 보내었기를 (바라다)

명령법단수 ἀποστείλον

(너는) 보내었어라

ἀποστειλάτω

(그는) 보내었어라

쌍수 ἀποστείλατον

(너희 둘은) 보내었어라

ἀποστειλάτων

(그 둘은) 보내었어라

복수 ἀποστείλατε

(너희는) 보내었어라

ἀποστειλάντων

(그들은) 보내었어라

부정사 ἀποστείλαι

보내었는 것

분사 남성여성중성
ἀποστειλᾱς

ἀποστειλαντος

ἀποστειλᾱσα

ἀποστειλᾱσης

ἀποστειλαν

ἀποστειλαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀπεστειλάμην

(나는) 보내여졌다

ἀπεστείλω

(너는) 보내여졌다

ἀπεστείλατο

(그는) 보내여졌다

쌍수 ἀπεστείλασθον

(너희 둘은) 보내여졌다

ἀπεστειλάσθην

(그 둘은) 보내여졌다

복수 ἀπεστειλάμεθα

(우리는) 보내여졌다

ἀπεστείλασθε

(너희는) 보내여졌다

ἀπεστείλαντο

(그들은) 보내여졌다

접속법단수 ἀποστείλωμαι

(나는) 보내여졌자

ἀποστείλῃ

(너는) 보내여졌자

ἀποστείληται

(그는) 보내여졌자

쌍수 ἀποστείλησθον

(너희 둘은) 보내여졌자

ἀποστείλησθον

(그 둘은) 보내여졌자

복수 ἀποστειλώμεθα

(우리는) 보내여졌자

ἀποστείλησθε

(너희는) 보내여졌자

ἀποστείλωνται

(그들은) 보내여졌자

기원법단수 ἀποστειλαίμην

(나는) 보내여졌기를 (바라다)

ἀποστείλαιο

(너는) 보내여졌기를 (바라다)

ἀποστείλαιτο

(그는) 보내여졌기를 (바라다)

쌍수 ἀποστείλαισθον

(너희 둘은) 보내여졌기를 (바라다)

ἀποστειλαίσθην

(그 둘은) 보내여졌기를 (바라다)

복수 ἀποστειλαίμεθα

(우리는) 보내여졌기를 (바라다)

ἀποστείλαισθε

(너희는) 보내여졌기를 (바라다)

ἀποστείλαιντο

(그들은) 보내여졌기를 (바라다)

명령법단수 ἀποστείλαι

(너는) 보내여졌어라

ἀποστειλάσθω

(그는) 보내여졌어라

쌍수 ἀποστείλασθον

(너희 둘은) 보내여졌어라

ἀποστειλάσθων

(그 둘은) 보내여졌어라

복수 ἀποστείλασθε

(너희는) 보내여졌어라

ἀποστειλάσθων

(그들은) 보내여졌어라

부정사 ἀποστείλεσθαι

보내여졌는 것

분사 남성여성중성
ἀποστειλαμενος

ἀποστειλαμενου

ἀποστειλαμενη

ἀποστειλαμενης

ἀποστειλαμενον

ἀποστειλαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ εἶπε Φαραώ. ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶσ, καὶ θύσατε τῷ Θεῷ ὑμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἀλλ̓ οὐ μακρὰν ἀποτενεῖτε πορευθῆναι. εὔξασθε οὖν περὶ ἐμοῦ πρὸσ Κύριον. (Septuagint, Liber Exodus 8:24)

    (70인역 성경, 탈출기 8:24)

  • καὶ εἶπε πρὸσ αὐτούσ. ἔστω οὕτω, Κύριοσ μεθ̓ ὑμῶν. καθότι ἀποστέλλω ὑμᾶσ, μὴ καὶ τὴν ἀποσκευὴν ὑμῶν̣ ἴδετε ὅτι πονηρία πρόσκειται ὑμῖν. (Septuagint, Liber Exodus 10:10)

    (70인역 성경, 탈출기 10:10)

  • Καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ἵνα φυλάξῃ σε ἐν τῇ ὁδῷ, ὅπωσ εἰσαγάγῃ σε εἰσ τὴν γῆν, ἣν ἡτοίμασά σοι. (Septuagint, Liber Exodus 23:20)

    (70인역 성경, 탈출기 23:20)

  • καὶ ἀποστέλλω τὴν εὐλογίαν μου ὑμῖν ἐν τῷ ἔτει τῷ ἕκτῳ, καὶ ποιήσει τὰ γενήματα αὐτῆσ εἰσ τὰ τρία ἔτη. (Septuagint, Liber Leviticus 25:21)

    (70인역 성경, 레위기 25:21)

  • καὶ ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸ παιδάριον λέγων. δεῦρο εὑρέ μοι τὴν σχίζαν. (Septuagint, Liber I Samuelis 20:20)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 20:20)

유의어

  1. 보내다

  2. 추방하다

  3. 출발하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION