- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χερσαῖος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: chersaios 고전 발음: [] 신약 발음: [새오]

기본형: χερσαῖος χερσαία χερσαῖον

형태분석: χερσαι (어간) + ος (어미)

어원: χέρσος

  1. 내륙의, 내지의
  1. from or of dry land, living or found on dry land
  2. (of landsmen)
  3. inland
  4. (of voyages) traveling by land
  5. (military, of ground forces)

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 χερσαῖος

(이)가

χερσαία

(이)가

χερσαῖον

(것)가

속격 χερσαίου

(이)의

χερσαίας

(이)의

χερσαίου

(것)의

여격 χερσαίῳ

(이)에게

χερσαίᾳ

(이)에게

χερσαίῳ

(것)에게

대격 χερσαῖον

(이)를

χερσαίαν

(이)를

χερσαῖον

(것)를

호격 χερσαῖε

(이)야

χερσαία

(이)야

χερσαῖον

(것)야

쌍수주/대/호 χερσαίω

(이)들이

χερσαία

(이)들이

χερσαίω

(것)들이

속/여 χερσαίοιν

(이)들의

χερσαίαιν

(이)들의

χερσαίοιν

(것)들의

복수주격 χερσαῖοι

(이)들이

χερσαῖαι

(이)들이

χερσαῖα

(것)들이

속격 χερσαίων

(이)들의

χερσαιῶν

(이)들의

χερσαίων

(것)들의

여격 χερσαίοις

(이)들에게

χερσαίαις

(이)들에게

χερσαίοις

(것)들에게

대격 χερσαίους

(이)들을

χερσαίας

(이)들을

χερσαῖα

(것)들을

호격 χερσαῖοι

(이)들아

χερσαῖαι

(이)들아

χερσαῖα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • φασὶ δὲ σὲ καὶ λόγους ἐπιδείκνυσθαι αὐτοῖς ἐπὶ δείπνῳ κἀκείνους χερσαίων βατράχων δίκην διψῶντας κεκραγέναι, ἢ μὴ πίνειν, ἢν μὴ διαρραγῶσι βοῶντες. (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 20:2)

    (루키아노스, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 20:2)

  • εἰπόντες οὖν περὶ ἐγγυθήκης ἑξῆς πάλιν μνησθησόμεθα φιλοδείπνων βασιλέων, ὁ γὰρ τῷ προειρημένῳ Ἀντιόχῳ ὁμώνυμος βασιλεύς, Δημητρίου δ υἱός, ὡς ἱστορεῖ Ποσειδώνιος, ὑποδοχὰς ποιούμενος καθ ἡμέραν ὀχλικὰς χωρὶς τῶν ἀναλισκομένων σωρευμάτων ἑκάστῳ ἀποφέρειν ἐδίδου τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καὶ πτηνῶν καὶ θαλαττίων ζῴων ἀδιαίρετα ἐσκευασμένα, ἅμαξαν πληρῶσαι δυνάμενα: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 461)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 461)

  • ἐν αἷς χωρὶς τῶν ἀναλισκομένων καὶ ἐκφατνιζομένων σωρευμάτων ἕκαστος ἀπέφερε τῶν ἑστιατόρων ὁλομελῆ κρέα χερσαίων τε καὶ πτηνῶν καὶ θαλαττίων ζῴων ἀδιαίρετα ἐσκευασμένα, ἅμαξαν πληρῶσαι δυνάμενα: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 56 2:1)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 56 2:1)

  • τῶν χερσαίων δ ὑμῖν ἥξει παρ ἐμοῦ ταυτί βοῦς ἀγελαῖος, τράγος ὑλιβάτης, αἲξ οὐρανία, κριὸς τομίας, κάπρος ἐκτομίας, ὗς οὐ τομίας δέλφαξ, δασύπους, ἔριφοι, τυρὸς χλωρός, τυρὸς ξηρός, τυρὸς κοπτός, τυρὸς ξυστός, τυρὸς τμητός, τυρὸς πηκτός. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 66 2:4)

  • ἄλλα, ξηροτροφικόν τε καὶ ὑγροτροφικὸν καὶ ἀερονομικὸν ἐπὶ ζῴων χερσαίων καὶ ἐνύγρων καὶ ἐναερίων ἐπιλέγει, ὥσπερ παρακελευόμενος τούτοις τοῖς ὀνοματοποιοῖς φυλάττεσθαι τὴν καινότητα, γράφων καὶ κατὰ λέξιν τάδε: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 554)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 554)

유의어

  1. from or of dry land

  2. 내륙의

  3. traveling by land

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION