- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χέρσος?

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: chersos 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χέρσος χέρσος χέρσον

형태분석: χερς (어간) + ος (어미)

어원: Prob. from same Root as ξηρός.

  1. 튼튼한, 굳건한, 마른
  2. 굳은, 어려운, 건조한, 마른, 된
  3. 메마른, 불임의
  1. dry, firm
  2. dry, hard, barren,
  3. (of woman) barren

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 χέρσος

튼튼한 (이)가

χέρσον

튼튼한 (것)가

속격 χέρσου

튼튼한 (이)의

χέρσου

튼튼한 (것)의

여격 χέρσῳ

튼튼한 (이)에게

χέρσῳ

튼튼한 (것)에게

대격 χέρσον

튼튼한 (이)를

χέρσον

튼튼한 (것)를

호격 χέρσε

튼튼한 (이)야

χέρσον

튼튼한 (것)야

쌍수주/대/호 χέρσω

튼튼한 (이)들이

χέρσω

튼튼한 (것)들이

속/여 χέρσοιν

튼튼한 (이)들의

χέρσοιν

튼튼한 (것)들의

복수주격 χέρσοι

튼튼한 (이)들이

χέρσα

튼튼한 (것)들이

속격 χέρσων

튼튼한 (이)들의

χέρσων

튼튼한 (것)들의

여격 χέρσοις

튼튼한 (이)들에게

χέρσοις

튼튼한 (것)들에게

대격 χέρσους

튼튼한 (이)들을

χέρσα

튼튼한 (것)들을

호격 χέρσοι

튼튼한 (이)들아

χέρσα

튼튼한 (것)들아

원급 비교급 최상급
형용사 χέρσος

χέρσου

튼튼한 (이)의

χερσότερος

χερσοτέρου

더 튼튼한 (이)의

χερσότατος

χερσοτάτου

가장 튼튼한 (이)의

부사 χέρσως

χερσότερον

χερσότατα

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἧς ἔτι μαρτύριον τῆς πονηρίας καπνιζομένη καθέστηκε χέρσος, καὶ ἀτελέσιν ὥραις καρποφοροῦντα φυτά, ἀπιστούσης ψυχῆς μνημεῖον ἑστηκυῖα στήλη ἁλός. (Septuagint, Liber Sapientiae 10:7)

    (70인역 성경, 지혜서 10:7)

  • λαλῶν ρήματα προφάσεις ψευδεῖς διαθήσεται διαθήκην. ἀνατελεῖ ὡς ἄγρωστις κρίμα ἐπὶ χέρσον ἀγροῦ. (Septuagint, Prophetia Osee 10:4)

    (70인역 성경, 호세아서 10:4)

  • εἰ μὴ Γαλαὰδ ἐστιν, ἄρα ψευδεῖς ἦσαν ἐν Γαλγὰλ ἄρχοντες θυσιάζοντες, καὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν ὡς χελῶναι ἐπὶ χέρσον ἀγροῦ. (Septuagint, Prophetia Osee 12:12)

    (70인역 성경, 호세아서 12:12)

  • καὶ ἀνήσω τὸν ἀμπελωνά μου καὶ οὐ τμηθῇ οὐδὲ μὴ σκαφῇ, καὶ ἀναβήσονται εἰς αὐτὸν ὡς εἰς χέρσον ἄκανθαι. καὶ ταῖς νεφέλαις ἐντελοῦμαι τοῦ μὴ βρέξαι εἰς αὐτὸν ὑετόν. (Septuagint, Liber Isaiae 5:6)

    (70인역 성경, 이사야서 5:6)

  • καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη πᾶς τόπος, οὗ ἐὰν ὦσι χίλιαι ἄμπελοι χιλίων σίκλων, εἰς χέρσον ἔσονται καὶ εἰς ἄκανθαν. (Septuagint, Liber Isaiae 7:23)

    (70인역 성경, 이사야서 7:23)

  • μετὰ βέλους καὶ τοξεύματος εἰσελεύσονται ἐκεῖ, ὅτι χέρσος καὶ ἄκανθα ἔσται πᾶσα ἡ γῆ. (Septuagint, Liber Isaiae 7:24)

    (70인역 성경, 이사야서 7:24)

  • Ἀγαμέμνονος δὲ τύμβος ἠτιμασμένος οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης ἔλαβε, πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων. (Euripides, episode 2:6)

    (에우리피데스, episode 2:6)

  • στύφλος δὲ γῆ καὶ χέρσος, ἀρρὼξ οὐδ ἐπημαξευμένη τροχοῖσιν, ἀλλ ἄσημος οὑργάτης τις ἦν. (Sophocles, Antigone, episode 2:14)

    (소포클레스, Antigone, episode 2:14)

  • %2Μηδ ὅτ ἐπ ἀγκύρης, ὀλοῇ πίστευε θαλάσσῃ, ναυτίλε, μηδ εἴ τοι πείσματα χέρσος ἔχοι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 821)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 821)

유의어

  1. 튼튼한

  2. 굳은

  3. 메마른

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION