헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χειμάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χειμάζω χειμάσω

형태분석: χειμάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from xei=ma

  1. 겨울을 지내다
  1. to pass the winter, to go into winter-quarters, to winter
  2. to raise a storm or tempest
  3. the storm continued
  4. to agitate or distress like a storm, to be driven by a storm, suffer from it, to be tempest-tost, distressed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειμάζω

(나는) 겨울을 지낸다

χειμάζεις

(너는) 겨울을 지낸다

χειμάζει

(그는) 겨울을 지낸다

쌍수 χειμάζετον

(너희 둘은) 겨울을 지낸다

χειμάζετον

(그 둘은) 겨울을 지낸다

복수 χειμάζομεν

(우리는) 겨울을 지낸다

χειμάζετε

(너희는) 겨울을 지낸다

χειμάζουσιν*

(그들은) 겨울을 지낸다

접속법단수 χειμάζω

(나는) 겨울을 지내자

χειμάζῃς

(너는) 겨울을 지내자

χειμάζῃ

(그는) 겨울을 지내자

쌍수 χειμάζητον

(너희 둘은) 겨울을 지내자

χειμάζητον

(그 둘은) 겨울을 지내자

복수 χειμάζωμεν

(우리는) 겨울을 지내자

χειμάζητε

(너희는) 겨울을 지내자

χειμάζωσιν*

(그들은) 겨울을 지내자

기원법단수 χειμάζοιμι

(나는) 겨울을 지내기를 (바라다)

χειμάζοις

(너는) 겨울을 지내기를 (바라다)

χειμάζοι

(그는) 겨울을 지내기를 (바라다)

쌍수 χειμάζοιτον

(너희 둘은) 겨울을 지내기를 (바라다)

χειμαζοίτην

(그 둘은) 겨울을 지내기를 (바라다)

복수 χειμάζοιμεν

(우리는) 겨울을 지내기를 (바라다)

χειμάζοιτε

(너희는) 겨울을 지내기를 (바라다)

χειμάζοιεν

(그들은) 겨울을 지내기를 (바라다)

명령법단수 χείμαζε

(너는) 겨울을 지내어라

χειμαζέτω

(그는) 겨울을 지내어라

쌍수 χειμάζετον

(너희 둘은) 겨울을 지내어라

χειμαζέτων

(그 둘은) 겨울을 지내어라

복수 χειμάζετε

(너희는) 겨울을 지내어라

χειμαζόντων, χειμαζέτωσαν

(그들은) 겨울을 지내어라

부정사 χειμάζειν

겨울을 지내는 것

분사 남성여성중성
χειμαζων

χειμαζοντος

χειμαζουσα

χειμαζουσης

χειμαζον

χειμαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειμάζομαι

(나는) 겨울을 지내여진다

χειμάζει, χειμάζῃ

(너는) 겨울을 지내여진다

χειμάζεται

(그는) 겨울을 지내여진다

쌍수 χειμάζεσθον

(너희 둘은) 겨울을 지내여진다

χειμάζεσθον

(그 둘은) 겨울을 지내여진다

복수 χειμαζόμεθα

(우리는) 겨울을 지내여진다

χειμάζεσθε

(너희는) 겨울을 지내여진다

χειμάζονται

(그들은) 겨울을 지내여진다

접속법단수 χειμάζωμαι

(나는) 겨울을 지내여지자

χειμάζῃ

(너는) 겨울을 지내여지자

χειμάζηται

(그는) 겨울을 지내여지자

쌍수 χειμάζησθον

(너희 둘은) 겨울을 지내여지자

χειμάζησθον

(그 둘은) 겨울을 지내여지자

복수 χειμαζώμεθα

(우리는) 겨울을 지내여지자

χειμάζησθε

(너희는) 겨울을 지내여지자

χειμάζωνται

(그들은) 겨울을 지내여지자

기원법단수 χειμαζοίμην

(나는) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

χειμάζοιο

(너는) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

χειμάζοιτο

(그는) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

쌍수 χειμάζοισθον

(너희 둘은) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

χειμαζοίσθην

(그 둘은) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

복수 χειμαζοίμεθα

(우리는) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

χειμάζοισθε

(너희는) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

χειμάζοιντο

(그들은) 겨울을 지내여지기를 (바라다)

명령법단수 χειμάζου

(너는) 겨울을 지내여져라

χειμαζέσθω

(그는) 겨울을 지내여져라

쌍수 χειμάζεσθον

(너희 둘은) 겨울을 지내여져라

χειμαζέσθων

(그 둘은) 겨울을 지내여져라

복수 χειμάζεσθε

(너희는) 겨울을 지내여져라

χειμαζέσθων, χειμαζέσθωσαν

(그들은) 겨울을 지내여져라

부정사 χειμάζεσθαι

겨울을 지내여지는 것

분사 남성여성중성
χειμαζομενος

χειμαζομενου

χειμαζομενη

χειμαζομενης

χειμαζομενον

χειμαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειμάσω

(나는) 겨울을 지내겠다

χειμάσεις

(너는) 겨울을 지내겠다

χειμάσει

(그는) 겨울을 지내겠다

쌍수 χειμάσετον

(너희 둘은) 겨울을 지내겠다

χειμάσετον

(그 둘은) 겨울을 지내겠다

복수 χειμάσομεν

(우리는) 겨울을 지내겠다

χειμάσετε

(너희는) 겨울을 지내겠다

χειμάσουσιν*

(그들은) 겨울을 지내겠다

기원법단수 χειμάσοιμι

(나는) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

χειμάσοις

(너는) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

χειμάσοι

(그는) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

쌍수 χειμάσοιτον

(너희 둘은) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

χειμασοίτην

(그 둘은) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

복수 χειμάσοιμεν

(우리는) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

χειμάσοιτε

(너희는) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

χειμάσοιεν

(그들은) 겨울을 지내겠기를 (바라다)

부정사 χειμάσειν

겨울을 지낼 것

분사 남성여성중성
χειμασων

χειμασοντος

χειμασουσα

χειμασουσης

χειμασον

χειμασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 χειμάσομαι

(나는) 겨울을 지내여지겠다

χειμάσει, χειμάσῃ

(너는) 겨울을 지내여지겠다

χειμάσεται

(그는) 겨울을 지내여지겠다

쌍수 χειμάσεσθον

(너희 둘은) 겨울을 지내여지겠다

χειμάσεσθον

(그 둘은) 겨울을 지내여지겠다

복수 χειμασόμεθα

(우리는) 겨울을 지내여지겠다

χειμάσεσθε

(너희는) 겨울을 지내여지겠다

χειμάσονται

(그들은) 겨울을 지내여지겠다

기원법단수 χειμασοίμην

(나는) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

χειμάσοιο

(너는) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

χειμάσοιτο

(그는) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

쌍수 χειμάσοισθον

(너희 둘은) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

χειμασοίσθην

(그 둘은) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

복수 χειμασοίμεθα

(우리는) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

χειμάσοισθε

(너희는) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

χειμάσοιντο

(그들은) 겨울을 지내여지겠기를 (바라다)

부정사 χειμάσεσθαι

겨울을 지내여질 것

분사 남성여성중성
χειμασομενος

χειμασομενου

χειμασομενη

χειμασομενης

χειμασομενον

χειμασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχείμαζον

(나는) 겨울을 지내고 있었다

ἐχείμαζες

(너는) 겨울을 지내고 있었다

ἐχείμαζεν*

(그는) 겨울을 지내고 있었다

쌍수 ἐχειμάζετον

(너희 둘은) 겨울을 지내고 있었다

ἐχειμαζέτην

(그 둘은) 겨울을 지내고 있었다

복수 ἐχειμάζομεν

(우리는) 겨울을 지내고 있었다

ἐχειμάζετε

(너희는) 겨울을 지내고 있었다

ἐχείμαζον

(그들은) 겨울을 지내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐχειμαζόμην

(나는) 겨울을 지내여지고 있었다

ἐχειμάζου

(너는) 겨울을 지내여지고 있었다

ἐχειμάζετο

(그는) 겨울을 지내여지고 있었다

쌍수 ἐχειμάζεσθον

(너희 둘은) 겨울을 지내여지고 있었다

ἐχειμαζέσθην

(그 둘은) 겨울을 지내여지고 있었다

복수 ἐχειμαζόμεθα

(우리는) 겨울을 지내여지고 있었다

ἐχειμάζεσθε

(너희는) 겨울을 지내여지고 있었다

ἐχειμάζοντο

(그들은) 겨울을 지내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εὐφημεῖν χρὴ κἀξίστασθαι τοῖσ ἡμετέροισι χοροῖσιν, ὅστισ ἄπειροσ τοιῶνδε λόγων ἢ γνώμῃ μὴ καθαρεύει, ἢ γενναίων ὄργια Μουσῶν μήτ’ εἶδεν μήτ’ ἐχόρευσεν, μηδὲ Κρατίνου τοῦ ταυροφάγου γλώττησ Βακχεῖ’ ἐτελέσθη, ἢ βωμολόχοισ ἔπεσιν χαίρει μὴ ν’ καιρῷ τοῦτο ποιοῦσιν, ἢ στάσιν ἐχθρὰν μὴ καταλύει μηδ’ εὔκολόσ ἐστι πολίταισ, ἀλλ’ ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει κερδῶν ἰδίων ἐπιθυμῶν, ἢ τῆσ πόλεωσ χειμαζομένησ ἄρχων καταδωροδοκεῖται, ἢ προδίδωσιν φρούριον ἢ ναῦσ, ἢ τἀπόρρητ’ ἀποπέμπει ἐξ Αἰγίνησ Θωρυκίων ὢν εἰκοστολόγοσ κακοδαίμων, ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων εἰσ Ἐπίδαυρον, ἢ χρήματα ταῖσ τῶν ἀντιπάλων ναυσὶν παρέχειν τινὰ πείθει, ἢ κατατιλᾷ τῶν Ἑκαταίων κυκλίοισι χοροῖσιν ὑπᾴδων, ἢ τοὺσ μισθοὺσ τῶν ποιητῶν ῥήτωρ ὢν εἶτ’ ἀποτρώγει, κωμῳδηθεὶσ ἐν ταῖσ πατρίοισ τελεταῖσ ταῖσ τοῦ Διονύσου· (Aristophanes, Frogs, Parodos, anapests1)

    (아리스토파네스, Frogs, Parodos, anapests1)

  • " συμπλέων ποτὲ ἀσεβέσι, χειμαζομένησ τῆσ νεὼσ κἀκείνων τοὺσ θεοὺσ ἐπικαλουμένων, "σιγᾶτε," ἔφη, "μὴ αἴσθωνται ὑμᾶσ ἐνθάδε πλέοντασ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. e'. BIAS 5:7)

    (디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, , Kef. e'. BIAS 5:7)

  • πρέπειν δ’ αὐτῷ μήτε φυγεῖν τοὺσ ἐχθροὺσ μήτ’ ἐγκαταλιπεῖν τοὺσ φίλουσ μήτ’ ἀποπηδᾶν ὥσπερ χειμαζομένησ νεώσ, εἰσ ἣν ἐν γαλήνῃ παρῆλθεν· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 242:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 242:1)

  • καιρὸσ δὲ νῦν εἴπερ ποτὲ, ὦ ἄνδρεσ Ῥόδιοι, σῶσαι μὲν ὑμᾶσ αὐτοὺσ ἐκ τῶν περιεστηκότων, βοηθῆσαι δὲ τῷ γένει τῆσ νήσου, στῆναι δὲ πρὸσ τὴν τύχην λαμπρῶσ, ἐνθυμηθέντασ ὑμῶν τὸν τοῦ πολίτου κυβερνήτου λόγον, ὃσ ἔφη χειμαζομένησ αὐτῷ τῆσ νεὼσ καὶ καταδύσεσθαι προσδοκῶν τοῦτο δὴ τὸ θρυλούμενον, ἀλλ’ ὦ Ποτειδὰν, ἴσθι ὅτι ὀρθὰν τὰν ναῦν καταδύσω· (Aristides, Aelius, Orationes, 4:5)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 4:5)

  • πολεμοῦντοσ γὰρ αὐτοῦ πρὸσ τὸν Φιλοπάτορα Πτολεμαῖον καὶ πρὸσ τὸν υἱὸν αὐτοῦ Πτολεμαῖον ἐπικληθέντα δὲ Ἐπιφανῆ, κακοπαθεῖν συνέβαινεν αὐτοῖσ καὶ νικῶντοσ καὶ πταίοντοσ ταὐτὰ πάσχειν, ὥστ’ οὐδὲν ἀπέλειπον χειμαζομένησ νεὼσ καὶ πονουμένησ ὑπὸ τοῦ κλύδωνοσ ἑκατέρωθεν μεταξὺ τῆσ εὐπραγίασ τῆσ Ἀντιόχου καὶ τῆσ ἐπὶ θάτερον αὐτοῦ τροπῆσ τῶν πραγμάτων κείμενοι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 152:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 152:1)

유의어

  1. 겨울을 지내다

  2. to raise a storm or tempest

  3. the storm continued

  4. to agitate or distress like a storm

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION