헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαρά̄

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαρά̄ χαρᾶς

형태분석: χαρ (어간) + ᾱ (어미)

어원: xai/rw

  1. 즐거움, 기쁨, 환희
  1. joy, exultation

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χαρά̄

즐거움이

χαρᾱ́

즐거움들이

χαραί

즐거움들이

속격 χαρᾶς

즐거움의

χαραῖν

즐거움들의

χαρῶν

즐거움들의

여격 χαρᾷ

즐거움에게

χαραῖν

즐거움들에게

χαραῖς

즐거움들에게

대격 χαρᾱ́ν

즐거움을

χαρᾱ́

즐거움들을

χαρᾱ́ς

즐거움들을

호격 χαρᾱ́

즐거움아

χαρᾱ́

즐거움들아

χαραί

즐거움들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν γὰρ ταύταισ ταῖσ ἡμέραισ ἀνεπαύσαντο οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν— καὶ τὸν μῆνα, ἐν ᾧ ἐστράφη αὐτοῖσ ἀπὸ πένθουσ εἰσ χαρὰν καὶ ἀπὸ ὀδύνησ εἰσ ἀγαθὴν ἡμέραν, ἄγειν ὅλον ἀγαθὰσ ἡμέρασ γάμων καὶ εὐφροσύνησ, ἐξαποστέλλοντασ μερίδασ τοῖσ φίλοισ καὶ τοῖσ πτωχοῖσ. (Septuagint, Liber Esther 9:22)

    (70인역 성경, 에스테르기 9:22)

  • ἔστρεψασ τὸν κοπετόν μου εἰσ χαρὰν ἐμοί, διέῤῥηξασ τὸν σάκκον μου καὶ περιέζωσάσ με εὐφροσύνην, (Septuagint, Liber Psalmorum 29:12)

    (70인역 성경, 시편 29:12)

  • εἰσελθὼν εἰσ τὸν οἶκόν μου προσαναπαύσομαι αὐτῇ. οὐ γὰρ ἔχει πικρίαν ἡ συναναστροφή αὐτῆσ, οὐδὲ ὀδύνην ἡ συμβίωσισ αὐτῆσ, ἀλλὰ εὐφροσύνην καὶ χαράν. (Septuagint, Liber Sapientiae 8:16)

    (70인역 성경, 지혜서 8:16)

  • φόβοσ Κυρίου τέρψει καρδίαν καὶ δώσει εὐφροσύνην καὶ χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν. (Septuagint, Liber Sirach 1:13)

    (70인역 성경, Liber Sirach 1:13)

  • οὐκ ἔστι πλοῦτοσ βελτίων ὑγιείασ σώματοσ, καὶ οὐκ ἔστιν εὐφροσύνη ὑπὲρ χαρὰν καρδίασ. (Septuagint, Liber Sirach 30:16)

    (70인역 성경, Liber Sirach 30:16)

유의어

  1. 즐거움

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION