- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

θόρυβος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: thorybos 고전 발음: [토뤼보] 신약 발음: [토뤼보]

기본형: θόρυβος

어원: θρόος

  1. 소음, 소리, 잡음, 혼란, 소동
  2. 박수, 환호성, 박수갈채
  3. 혼란, 혼돈, 소동
  1. a noise, uproar, clamour, clamour
  2. in token of approbation or the contrary
  3. applause, cheers
  4. groans, murmurs
  5. tumult, confusion

예문

  • ΚΑΙ ὡς κατέπαυσεν ὁ θόρυβος τῶν ἀνδρῶν τῶν κύκλῳ τῆς συνεδρίας, καὶ εἶπεν Ὀλοφέρνης ὁ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως Ἀσσοὺρ πρὸς Ἀχιὼρ ἐναντίον παντὸς τοῦ δήμου ἀλλοφύλων καὶ πρὸς πάντας υἱοὺς Μωάβ. (Septuagint, Liber Iudith 6:1)

    (70인역 성경, 유딧기 6:1)

  • δ καὶ τοῦτο αὐτοῦ τὸ ἐνύπνιον. καὶ ἰδοὺ φωναὶ καὶ θόρυβος, βρονταὶ καὶ σεισμός, τάραχος ἐπὶ τῆς γῆς. (Septuagint, Liber Esther 1:4)

    (70인역 성경, 에스테르기 1:4)

  • καὶ ὡς ἂν ἀφίκηται ὑμῖν ἄφνω θόρυβος, ἡ δὲ καταστροφὴ ὁμοίως καταιγίδι παρῇ, καὶ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν θλῖψις καὶ πολιορκία ἢ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος. (Septuagint, Liber Proverbiorum 1:27)

    (70인역 성경, 잠언 1:27)

  • τίνι οὐαί; τίνι θόρυβος; τίνι κρίσεις; τίνι δὲ ἀηδίαι καὶ λέσχαι; τίνι συντρίμματα διακενῆς; τίνος πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί; (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:29)

    (70인역 성경, 잠언 23:29)

  • πάντας δ᾿ ἐπιμὶξ ἔχει αἷμα καὶ φόνος, κλοπὴ καὶ δόλος, φθορά, ἀπιστία, ταραχή, ἐπιορκία, θόρυβος ἀγαθῶν, (Septuagint, Liber Sapientiae 14:25)

    (70인역 성경, 지혜서 14:25)

유의어

  1. 박수

  2. groans

  3. 혼란

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION