- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαλκεύς?

3군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: chalkeus 고전 발음: [칼께] 신약 발음: [칼께]

기본형: χαλκεύς χαλκέως

형태분석: χαλκευ (어간) + ς (어미)

  1. 대장장이
  2. 대장장이
  1. a worker in copper, a smith, (a joiner)
  2. a worker in metal, a smith

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χαλκεύς

대장장이가

χαλκή

대장장이들이

χαλκής

대장장이들이

속격 χαλκέως

대장장이의

χαλκέοιν

대장장이들의

χαλκέων

대장장이들의

여격 χαλκεί

대장장이에게

χαλκέοιν

대장장이들에게

χαλκεῦσι(ν)

대장장이들에게

대격 χαλκέα

대장장이를

χαλκή

대장장이들을

χαλκέας

대장장이들을

호격 χαλκεύ

대장장이야

χαλκή

대장장이들아

χαλκής

대장장이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δεινὰ γάρ τοι τάσδε γ ἤδη τοὺς πολίτας νουθετεῖν, καὶ λαλεῖν γυναῖκας οὔσας ἀσπίδος χαλκῆς πέρι, καὶ διαλλάττειν πρὸς ἡμᾶς ἀνδράσιν Λακωνικοῖς, οἷσι πιστὸν οὐδὲν εἰ μή περ λύκῳ κεχηνότι. (Aristophanes, Lysistrata, Choral, trochees1)

    (아리스토파네스, Lysistrata, Choral, trochees1)

  • οὕτω δ ἴσχυσέ τε καὶ μέγας ἦν τότε καὶ πολύς, ὥστ ἔτι καὶ νῦν ὑπὸ τῆς ῥώμης τῆς τότ ἐκείνης, ὁπόταν μόνον ὄρθριον ᾄσῃ, ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ ἔργον χαλκῆς κεραμῆς σκυλοδέψαι σκυτῆς βαλανῆς ἀλφιταμοιβοὶ τορνευτολυρασπιδοπηγοί: (Aristophanes, Birds, Agon, epirrheme24)

    (아리스토파네스, Birds, Agon, epirrheme24)

  • ^ καὶ ἅ γε μετ ἀλλήλων ἢ ὑπὲρ ἀλλήλων ἔπαθον ἀναγράψαντες οἱ πρόγονοι ἡμῶν ἐπὶ στήλης χαλκῆς ἀνέθεσαν εἰς τὸ Ὀρέστειον, καὶ νόμον ἐποιήσαντο πρῶτον τοῦτο μάθημα καὶ παίδευμα τοῖς παισὶ τοῖς σφετέροις εἶναι τὴν στήλην ταύτην καὶ τὰ ἐπ αὐτῆς γεγραμμένα διαμνημονεῦσαι. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 5:3)

  • "καὶ φερομένου τοῦ Πύθωνος ἐπ αὐτοὺς ἡ Λητὼ τῶν παίδων τὸν ἕτερον ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἔχουσα, προσβᾶσα τῷ λίθῳ τῷ νῦν ἔτι κειμένῳ ὑπὸ τῷ ποδὶ τῆς χαλκῆς εἰργασμένης Λητοῦς, ὃ τῆς τότε πράξεως μίμημα γενόμενον ἀνάκειται παρά: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, compendium in ce, chapter 62 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, compendium in ce, chapter 62 1:4)

  • "αὕτη ἡ Φαρσαλία ἐν Μεταποντίῳ ὑπὸ τῶν ἐν τῇ ἀγορᾷ μάντεων, γενομένης φωνῆς ἐκ τῆς δάφνης τῆς χαλκῆς ἣν ἔστησαν Μεταποντῖνοι κατὰ τὴν Ἀριστέα τοῦ Προκονησίου ἐπιδημίαν, ὅτ ἔφησεν ἐξ Ὑπερβορέων παραγεγονέναι, ὡς τάχιστα ὤφθη εἰς τὴν ἀγορὰν ἐμβαλοῦσα, ἐμμανῶν γενομένων τῶν μάντεων διεσπάσθη ὑπ αὐτῶν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 83 2:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 83 2:5)

유의어

  1. 대장장이

  2. 대장장이

관련어

명사

형용사

동사

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION