헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαλινός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαλινός χαλινοῦ

형태분석: χαλιν (어간) + ος (어미)

  1. 소량, 조금, 비트, 굴레, 고삐, 채찍
  1. a bridle, bit, to champ, to give, the rein
  2. anything which curbs or restrains
  3. a strap or thong

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χαλινός

소량이

χαλινώ

소량들이

χαλινοί

소량들이

속격 χαλινοῦ

소량의

χαλινοῖν

소량들의

χαλινῶν

소량들의

여격 χαλινῷ

소량에게

χαλινοῖν

소량들에게

χαλινοῖς

소량들에게

대격 χαλινόν

소량을

χαλινώ

소량들을

χαλινούς

소량들을

호격 χαλινέ

소량아

χαλινώ

소량들아

χαλινοί

소량들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διέκοψασ ἐν ἐκστάσει κεφαλὰσ δυναστῶν, σεισθήσονται ἐν αὐτῇ. διανοίξουσι χαλινοὺσ αὐτῶν ὡσ ἐσθίων πτωχὸσ λάθρᾳ. (Septuagint, Prophetia Habacuc 3:14)

    (70인역 성경, 하바쿡서 3:14)

  • κλῄθρων δ’ ἐξόρμοισ ἤν νιν πομπαῖσ ἀντήσῃσ, πάλιν εἰσόρμα, σεῖε χαλινούσ, ἐπὶ Κυκλώπων ἱεὶσ θυμέλασ. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 1:19)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, anapests 1:19)

  • ἔνθεν δὴ στοματουργὸσ ἐπῶν βασανίστρια λίσφη γλῶσσ’ ἀνελισσομένη φθονεροὺσ κινοῦσα χαλινοὺσ ῥήματα δαιομένη καταλεπτολογήσει πλευμόνων πολὺν πόνον. (Aristophanes, Frogs, Choral, strophe 41)

    (아리스토파네스, Frogs, Choral, strophe 41)

  • καὶ γὰρ ὅπλα μείζονα καὶ φάτνασ ἵππων καὶ χαλινοὺσ βαρυτέρουσ κατασκευάσασ ἀπέλιπέ τε καὶ διέρριψεν ἱδρύσατο δὲ βωμοὺσ θεῶν, οὓσ μέχρι νῦν οἱ Πραισίων βασιλεῖσ διαβαίνοντεσ σέβονται καὶ θύουσιν Ἑλληνικὰσ θυσίασ. (Plutarch, Alexander, chapter 62 4:1)

    (플루타르코스, Alexander, chapter 62 4:1)

  • θᾶττόν μ’ ἀναγκάσετε, Ἄππιε, τοὺσ χαλινοὺσ διαρρῆξαι οὐκέτι μετριάζοντεσ, ἀλλὰ τὸν Ταρκύνιον ἐκεῖνον ἐνδυόμενοι, οἵ γ’ οὐδὲ λόγου τυχεῖν ἐᾶτε τοὺσ περὶ σωτηρίασ τῶν κοινῶν βουλομένουσ λέγειν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 5 3:1)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 5 3:1)

  • κἢν μὲν ἔξω ἐσ τὸ στόμα νέμηται, ἐπὶ τὴν κιονίδα ἧκέ τε μὴν, καὶ τὴν ἀπέταμεν, καὶ ἐσ τὴν γλῶσσαν ἐσκεδάσθη, καὶ ἐσ οὖλα, καὶ ἐσ χαλινούσ· καὶ ὀδόντεσ ἐκινήθησαν καὶ ἐμελάνθησαν· καὶ ἐσ τὸν τράχηλον ἡ φλεγμονὴ ἐξώκειλε. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 103)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 103)

유의어

  1. 소량

    • ()
  2. a strap or thong

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION