헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

χαλινός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: χαλινός χαλινοῦ

형태분석: χαλιν (어간) + ος (어미)

  1. 소량, 조금, 비트, 굴레, 고삐, 채찍
  1. a bridle, bit, to champ, to give, the rein
  2. anything which curbs or restrains
  3. a strap or thong

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 χαλινός

소량이

χαλινώ

소량들이

χαλινοί

소량들이

속격 χαλινοῦ

소량의

χαλινοῖν

소량들의

χαλινῶν

소량들의

여격 χαλινῷ

소량에게

χαλινοῖν

소량들에게

χαλινοῖς

소량들에게

대격 χαλινόν

소량을

χαλινώ

소량들을

χαλινούς

소량들을

호격 χαλινέ

소량아

χαλινώ

소량들아

χαλινοί

소량들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • δέδια τοίνυν μὴ τοῦ σαλπιγκτοῦ ἐποτρύνοντοσ καταπεσὼν ἔγωγε συμπατηθῶ ἐν τῇ τύρβῃ ὑπὸ τοσαύταισ ὁπλαῖσ, ἢ καὶ θυμοειδὴσ ὢν ὁ ἵπποσ ἐξενέγκῃ με τὸν χαλινὸν ἐνδακὼν ἐσ μέσουσ τοὺσ πολεμίουσ, ἢ δεήσει καταδεθῆναί με πρὸσ τὸ ἐφίππιον, εἰ μέλλω μενεῖν τε ἄνω καὶ ἕξεσθαι τοῦ χαλινοῦ. (Lucian, 52:3)

    (루키아노스, 52:3)

  • ὅθεν Ἀνάχαρσισ ἑστιαθεὶσ παρὰ Σόλωνι καὶ κοιμώμενοσ ὤφθη τὴν μὲν ἀριστερὰν χεῖρα τοῖσ μορίοισ τὴν δὲ δεξιὰν τῷ στόματι προσκειμένην ἔχων ἐγκρατεστέρου γὰρ ᾤετο χαλινοῦ δεῖσθαι τὴν γλῶτταν, ὀρθῶσ οἰόμενοσ. (Plutarch, De garrulitate, section 7 1:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 7 1:2)

  • ἐγκρατεστέρου γὰρ ᾤετο χαλινοῦ δεῖσθαι τὴν γλῶτταν, ὀρθῶσ οἰόμενοσ. (Plutarch, De garrulitate, section 7 2:1)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 7 2:1)

  • καὶ κατέχειν προσῆκεν, ἀταμίευτον γὰρ τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῦ δεόμενον, ὥσθ’ οἱ μὴ τῆσ ἡλικίασ ταύτησ ἐρρωμένωσ ἀντιλαμβανόμενοι τῇ ἀνοίᾳ δἰδόασιν ἐξουσίαν ἐπὶ τὰ ἀδικήματα. (Plutarch, De liberis educandis, section 16 5:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 16 5:1)

  • ὁ δ’ ἐγκρατὴσ ἄγει μὲν ἐρρωμένῳ τῷ λογισμῷ καὶ κρατοῦντι τὴν ἐπιθυμίαν, ἄγει δ’ οὐκ ἀλύπωσ οὐδὲ πειθομένην ἀλλὰ πλαγίαν καὶ ἀντιτείνουσαν, οἱο͂ν ὑπὸ πληγῆσ καὶ χαλινοῦ καταβιαζόμενοσ καὶ ἀνακρούων, ἀγῶνοσ ὢν ἐν ἑαυτῷ καὶ θορύβου μεστόσ· (Plutarch, De virtute morali, section 6 11:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 6 11:1)

유의어

  1. 소량

    • ()
  2. a strap or thong

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION