헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ψάλιον

2군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ψάλιον ψάλιου

형태분석: ψαλι (어간) + ον (어미)

어원: (어원이 불명확함.)

  1. 사슬, 결속, 결합, 속박
  1. a, curb-chain
  2. a chain, bond, a curb

곡용 정보

2군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ‐ πέμπε φίλουσ ἰέναι ποτὶ σὸν λόχον, ἁρμόσατε ψαλίοισ ἵππουσ. (Euripides, Rhesus, choral, strophe 13)

    (에우리피데스, Rhesus, choral, strophe 13)

  • ἀλλ’ ἄγε Πήγασε χώρει χαίρων, χρυσοχάλινον πάταγον ψαλίων διακινήσασ φαιδροῖσ ὠσίν. (Aristophanes, Peace, Prologue, anapests1)

    (아리스토파네스, Peace, Prologue, anapests1)

  • τεθρίππων τ’ ἐπέβα καὶ ψαλίοισ ἐδάμασε πώλουσ Διομήδεοσ, αἳ φονίαισι φάτναισ ἀχάλιν’ ἐθόα‐ ζον κάθαιμα σῖτα γένυσι, χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι δυστράπεζοι· (Euripides, Heracles, choral, strophe 21)

    (에우리피데스, Heracles, choral, strophe 21)

  • οὐδ’ ὑπὸ θυρσομανεῖ νεβρίδων μέτα δίνᾳ, ἁρ́μασι καὶ ψαλίων τετραβάμοσι μωνυχοπώλων ἱππείαισ ἐπὶ χεύμασι βαίνων Ἰσμηνοῖο θοάζεισ, Ἀργείοισ ἐπιπνεύσασ Σπαρτῶν γένναν, ἀσπιδοφέρμονα θίασον ἐνόπλιον, ἀντίπαλον κατὰ λάινα τείχεα χαλκῷ κοσμήσασ. (Euripides, Phoenissae, choral, strophe 13)

    (에우리피데스, Phoenissae, choral, strophe 13)

  • ἰδὼν δὲ πολύσαρκον καὶ μέγαν καὶ βλοσυρωπόν μέλασ γὰρ ἦν καὶ τὸ χρῶμα, μισήσασ ἐφ’ οἷσ ἐβεβούλευτο καὶ τὸ εἶδοσ ἐκέλευσεν διὰ τῶν ποδῶν χαλκοῦν ψάλιον διείραντασ ἕλκειν κύκλῳ γυμνόν. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 1874)

    (디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 1874)

  • οὕτω τὸ πολίτευμα τοῦ Λυκούργου μίξαντοσ, ὅμωσ ἄκρατον ἔτι τὴν ὀλιγαρχίαν καὶ ἰσχυρὰν οἱ μετ’ αὐτὸν ὁρῶντεσ σπαργῶσαν καὶ θυμουμένην, ὥσ φησιν ὁ Πλάτων, οἱο͂ν ψάλιον ἐμβάλλουσιν αὐτῇ τὴν τῶν ἐφόρων δύναμιν, ἔτεσί που μάλιστα τριάκοντα καὶ ἑκατὸν μετὰ Λυκοῦργον πρώτων τῶν περὶ Ἔλατον ἐφόρων κατασταθέντων ἐπὶ Θεοπόμπου βασιλεύοντοσ· (Plutarch, Lycurgus, chapter 7 1:1)

    (플루타르코스, Lycurgus, chapter 7 1:1)

  • πάρα τε φῶσ ἰδεῖν μέγα τ’ ἀφῃρέθην ψάλιον οἰκέων. (Aeschylus, Libation Bearers, choral, ephymn 21)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, choral, ephymn 21)

  • πάρα τε φῶσ ἰδεῖν <μέγα τ’ ἀφῃρέθην ψάλιον οἰκέων. (Aeschylus, Libation Bearers, choral, ephymn 21)

    (아이스킬로스, Libation Bearers, choral, ephymn 21)

  • ὅταν ὁ χαλινὸσ μὴ κατισχύῃ, ψάλιον αὐτοῖσ ἔξωθεν ἐμβάλλεται. (Dio, Chrysostom, Orationes, 26:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설 (2), 26:2)

유의어

  1. a

  2. 사슬

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION