ὑποστρέφω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑποστρέφω
ὑποστρέψω
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
στρέφ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 말다, 접다
- to turn round about or back, guide or bring back
- to roll up
- (in passive) to revolve beneath
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐὰν ἐπιστήσῃσ τὸ σὸν ὄμμα πρὸσ αὐτόν, οὐδαμοῦ φανεῖται. κατεσκεύασται γὰρ αὐτῷ πτέρυγεσ ὥσπερ ἀετοῦ, καὶ ὑποστρέφει εἰσ τὸν οἶκον τοῦ προεστηκότοσ αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:5)
(70인역 성경, 잠언 23:5)
- ἁπλῶσ γὰρ εἰπεῖν, ἐν πολέμῳ τῶν πώποτε ῥητόρων ἢ φιλοσόφων οἱ μὲν οὐδὲ ὅλωσ ὑπέμειναν ἔξω τοῦ τείχουσ προελθεῖν, εἰ δέ τισ καὶ ἀναγκασθεὶσ παρετάξατο, φημὶ τοῦτον λείψαντα τὴν τάξιν ὑποστρέφειν. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 42:2)
(루키아노스, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 42:2)
- μέγασ ὁ πρόσθ’ ἄναξ πάλιν ὑποστρέφει βίοτον ἐξ Αἵδα. (Euripides, Heracles, choral, strophe 12)
(에우리피데스, Heracles, choral, strophe 12)
- καὶ διατρίψασ παρ’ αὐτῷ ἐνιαυτοὺσ τρεῖσ καὶ τὴν ἐπιθυμίαν τελειώσασ εἰσ τὴν πόλιν ὑπέστρεφον. (Flavius Josephus, 14:1)
(플라비우스 요세푸스, 14:1)
- μεγάλων δὲ δωρεῶν πρὸσ τῇ εὐεργεσίᾳ ταύτῃ τυχὼν παρὰ τῆσ Ποππαίασ ὑπέστρεφον ἐπὶ τὴν οἰκείαν. (Flavius Josephus, 19:2)
(플라비우스 요세푸스, 19:2)
- ὑποστρέφω συντόνωσ ὁδεύσασ, καὶ καταλαμβάνω τήν τε βουλὴν πᾶσαν συνεληλυθυῖαν καὶ τὸν δημοτικὸν ὄχλον ποιουμένουσ τε πολλὴν κατηγορίαν μου τοὺσ περὶ τὸν Ιὠνάθην, ὡσ τοῦ μὲν τὸν πόλεμον ἐπελαφρύνειν αὐτοῖσ ἀμελοῦντοσ, ἐν τρυφαῖσ δὲ διάγοντοσ. (Flavius Josephus, 339:1)
(플라비우스 요세푸스, 339:1)
유의어
-
to turn round about or back
-
말다
-
to revolve beneath
파생어
- ἀναστρέφω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- ἀποστρέφω (피하다, 돌리다, 비틀다)
- διαστρέφω (왜곡하다, 뒤틀다, 곡해하다)
- ἐκστρέφω (일어나다, 발생하다, 나다)
- ἐνστρέφω (방문하다, 찾다)
- ἐπαναστρέφω (to turn back upon, wheel round, return to the charge)
- ἐπιστρέφω (원을 그리며 돌다, 회전하다, 방향을 돌리다)
- καταστρέφω (전복시키다, 뒤엎다, 흥분시키다)
- μεταστρέφω (돌다, 회전하다, 그르치다)
- παραστρέφω (to turn aside, perverted, to wear it crooked)
- περιστρέφω (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- στρέφω (영향을 미치다, 돌다, 비틀다)
- συναναστρέφω (to turn back together, to live along with)
- συνεπιστρέφω (to turn at the same time, to help to make attentive)
- συστρέφω (모으다, 거두다, 수집하다)