헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὑπολείπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὑπολείπω ὑπολείψω

형태분석: ὑπο (접두사) + λείπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 실패하다, 실수하다
  2. 뒤에 남다, 머무르다
  3. 실패하다, 끝나다, 실수하다, 속수무책으로 만들다
  4. 떠나다, 출발하다, 끼치다, 가시다
  1. to leave remaining
  2. to fail
  3. to be left remaining
  4. to remain in force
  5. to stay behind, to stay behind
  6. to be left behind, to lag behind, to fall behind
  7. to be inferior to
  8. to fail, come to an end, fails
  9. to leave behind one, to leave, against oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπολείπω

ὑπολείπεις

ὑπολείπει

쌍수 ὑπολείπετον

ὑπολείπετον

복수 ὑπολείπομεν

ὑπολείπετε

ὑπολείπουσιν*

접속법단수 ὑπολείπω

ὑπολείπῃς

ὑπολείπῃ

쌍수 ὑπολείπητον

ὑπολείπητον

복수 ὑπολείπωμεν

ὑπολείπητε

ὑπολείπωσιν*

기원법단수 ὑπολείποιμι

ὑπολείποις

ὑπολείποι

쌍수 ὑπολείποιτον

ὑπολειποίτην

복수 ὑπολείποιμεν

ὑπολείποιτε

ὑπολείποιεν

명령법단수 ὑπολείπε

ὑπολειπέτω

쌍수 ὑπολείπετον

ὑπολειπέτων

복수 ὑπολείπετε

ὑπολειπόντων, ὑπολειπέτωσαν

부정사 ὑπολείπειν

분사 남성여성중성
ὑπολειπων

ὑπολειποντος

ὑπολειπουσα

ὑπολειπουσης

ὑπολειπον

ὑπολειποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὑπολείπομαι

ὑπολείπει, ὑπολείπῃ

ὑπολείπεται

쌍수 ὑπολείπεσθον

ὑπολείπεσθον

복수 ὑπολειπόμεθα

ὑπολείπεσθε

ὑπολείπονται

접속법단수 ὑπολείπωμαι

ὑπολείπῃ

ὑπολείπηται

쌍수 ὑπολείπησθον

ὑπολείπησθον

복수 ὑπολειπώμεθα

ὑπολείπησθε

ὑπολείπωνται

기원법단수 ὑπολειποίμην

ὑπολείποιο

ὑπολείποιτο

쌍수 ὑπολείποισθον

ὑπολειποίσθην

복수 ὑπολειποίμεθα

ὑπολείποισθε

ὑπολείποιντο

명령법단수 ὑπολείπου

ὑπολειπέσθω

쌍수 ὑπολείπεσθον

ὑπολειπέσθων

복수 ὑπολείπεσθε

ὑπολειπέσθων, ὑπολειπέσθωσαν

부정사 ὑπολείπεσθαι

분사 남성여성중성
ὑπολειπομενος

ὑπολειπομενου

ὑπολειπομενη

ὑπολειπομενης

ὑπολειπομενον

ὑπολειπομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ὑπολειπόμεθα καὶ νῦν ἡμεῖσ τοὺσ μυρίουσ πεζούσ, πλείουσ ὄντασ τῆσ ἐκείνου προθέσεωσ. (Polybius, Histories, book 12, chapter 21 6:2)

    (폴리비오스, Histories, book 12, chapter 21 6:2)

유의어

  1. to leave remaining

  2. 실패하다

  3. to be left remaining

  4. to remain in force

  5. 뒤에 남다

  6. to be left behind

  7. to be inferior to

  8. 실패하다

  9. 떠나다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION