ὑπολείπω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπολείπω
ὑπολείψω
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
λείπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 실패하다, 실수하다
- 뒤에 남다, 머무르다
- 실패하다, 끝나다, 실수하다, 속수무책으로 만들다
- 떠나다, 출발하다, 끼치다, 가시다
- to leave remaining
- to fail
- to be left remaining
- to remain in force
- to stay behind, to stay behind
- to be left behind, to lag behind, to fall behind
- to be inferior to
- to fail, come to an end, fails
- to leave behind one, to leave, against oneself
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖσ ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ εἰσ κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντοσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 11:25)
(70인역 성경, 잠언 11:25)
- πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα πρὸσ τούτοισ διεξελθών, ὅσα καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ τοῖσ ἐπιφανεστάτοισ αὐτῶν ἐπράχθη κατὰ τοὺσ πολέμουσ λαμπρὰ ἔργα, καὶ ὅσησ αἰσχύνησ ἄξια δράσουσι, καὶ ὡσ καὶ διαβληθήσονται παρὰ τοῖσ Ἕλλησιν, ἐπιλογισάμενοσ καὶ ὅτι πάντοθεν αὐτοῖσ ἐπικουρία τισ ἔσται τὸν ἀγῶνα ποιουμένοισ καὶ παρὰ θεῶν καὶ παρὰ συμμάχων καὶ παρὰ πάντων ἀνθρώπων, οἷσ ἐπίφθονοσ ἡ Θηβαίων δύναμισ αὐξομένη, καὶ τὴν κατέχουσαν ἀκοσμίαν καὶ ταραχὴν τὰσ πόλεισ ἐπιτροπευόντων τῆσ Ἑλλάδοσ Βοιωτῶν ἐπιδειξάμενοσ, τελευτῶν, εἰ καὶ μηθὲν τούτων μέλλοι γίνεσθαι μηδ’ ὑπολείποιτό τισ ἄλλη σωτηρίασ ἐλπίσ, ἐκλιπεῖν κελεύει τὴν πόλιν, διδάσκων αὐτούσ, ὡσ χρὴ παῖδασ μὲν καὶ γυναῖκασ καὶ τὸν ἄλλον ὄχλον εἴσ τε Σικελίαν ἐκπέμψαι καὶ Ἰταλίαν καὶ τἄλλα χωρία τὰ φίλια, αὐτοὺσ δὲ καταλαβομένουσ τόπον, ὅστισ ἂν ὀχυρώτατοσ ᾖ καὶ πρὸσ τὸν πόλεμον ἐπιτηδειότατοσ, ἄγειν καὶ φέρειν τοὺσ πολεμίουσ καὶ κατὰ γῆν καὶ κατὰ θάλατταν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 9 2:4)
(디오니시오스, De Isocrate, chapter 9 2:4)
- εἰ δὲ τοὺσ ἐλέφαντασ ξύμπαντασ ἅμα οἷ ἄγοι Πῶροσ ἐπ̓ ἐμέ, τῆσ δὲ ἄλλησ στρατιᾶσ ὑπολείποιτό τι ἐπὶ στρατοπέδου, σὺ δὲ διαβαίνειν σπουδῇ· (Arrian, Anabasis, book 5, chapter 11 4:3)
(아리아노스, Anabasis, book 5, chapter 11 4:3)
- ὄπισθεν δὲ ἡ φάλαγξ ἐφεπομένη, εἴ τι τῶν σκευοφόρων ὑπολείποιτο, οἱ προστυγχάνοντεσ τῶν ἀρχόντων ἐπεμέλοντο ὡσ μὴ κωλύοιντο πορεύεσθαι. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 3:4)
(크세노폰, Cyropaedia, , chapter 3 3:4)
- Χαιρέασ δὲ ἐν δεινῷ τιθέμενοσ περιεῖναι τὴν θυγατέρα Γαί̈ου καὶ τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ μὴ πανοικὶ τὸν ὄλεθρον αὐτῷ συντυχεῖν, ἐπεὶ καὶ πᾶν ὅ τι ὑπολείποιτο αὐτῶν ἐπ’ ὀλέθρῳ τῆσ πόλεωσ λειφθήσεσθαι καὶ τῶν νόμων, ἄλλωσ τε πρόθεσιν ἐσπουδακὼσ τελειώσασθαι τὴν αὐτοῦ καὶ πάνυ εὐφρᾶναι μῖσοσ τὸ πρὸσ Γάιον, Ιοὔλιον ἐκπέμπει Λοῦππον ἕνα τῶν χιλιάρχων κτενοῦντα τήν τε γυναῖκα Γαί̈ου καὶ τὴν θυγατέρα. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 19 216:1)
(플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 19 216:1)
유의어
-
to leave remaining
-
실패하다
- ἐπιλείπω (실패하다, 실수하다, 속수무책으로 만들다)
- ἐλλείπω (he fails)
- ἐκλείπω (실패하다, 실수하다)
- ἐπιλείπω (실패하다, 떨어져 있다, 실수하다)
- ὑστερέω (실패하다, 떨어져 있다, 실수하다)
- ἀτευκτέω (to fail in gaining)
- διαμαρτάνω (to fail utterly)
- προλείπω (실패하다, 실수하다, 투항하다)
- λείπω (실패하다, 실수하다, 투항하다)
- ἁμαρτάνω (무시하다)
- προδίδωμι (실패하다, 실수하다, 속수무책으로 만들다)
- προαπεῖπον (to give in or fail before)
-
to be left remaining
- μίμνω (머무르다, 남다, 남아있다)
- ἐκλείπω (머무르다, 남다, 남아있다)
- ὕπειμι (머무르다, 남다, 남아있다)
- λείπω (머무르다, 남다, 살아남다)
- περιλείπομαι (살아남다, 살아오다, 생존하다)
- μένω (잔존하다)
- μένω (남아있다)
- περίειμι (가지다, 먹다, 소유하다)
-
to remain in force
-
뒤에 남다
-
to be left behind
-
to be inferior to
-
실패하다
-
떠나다
파생어
- ἀπολείπω (잃다, 떨어뜨리다, 지다)
- διαλείπω (끊이다, 중지하다)
- ἐγκαταλείπω (남기다, 잊다, )
- ἐκλείπω (떠나다, 지나치다, 가 버리다)
- ἐλλείπω (남기다, 잊다, 전하다)
- ἐπιλείπω (남기다, 잊다, )
- καταλείπω (남기다, 잊다)
- λείπω (떠나다, 출발하다, 구해내다)
- παρακαταλείπω (to leave with)
- παραλείπω (흐르다, ~보다 낫다, 등한시하다)
- περιλείπομαι (살아남다, 살아오다, 생존하다)
- προαπολείπω (to fail before, in comparison of)
- προλείπω (포기하다, 버리다, 남기다)
- προσκαταλείπω (to leave besides as a legacy, to lose besides)
- προσλείπω (부족하다, 모자라다)
- συγκαταλείπω (to leave together, to leave a joint)