ὑπολείπω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
ὑπολείπω
ὑπολείψω
형태분석:
ὑπο
(접두사)
+
λείπ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 실패하다, 실수하다
- 뒤에 남다, 머무르다
- 실패하다, 끝나다, 실수하다, 속수무책으로 만들다
- 떠나다, 출발하다, 끼치다, 가시다
- to leave remaining
- to fail
- to be left remaining
- to remain in force
- to stay behind, to stay behind
- to be left behind, to lag behind, to fall behind
- to be inferior to
- to fail, come to an end, fails
- to leave behind one, to leave, against oneself
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐκ τούτου Ξέρξησ μὲν περίφοβοσ γενόμενοσ εὐθὺσ ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἠπείγετο, Μαρδόνιοσ δὲ τοῦ στρατοῦ τὸ δοκιμώτατον ἔχων περὶ τριάκοντα μυριάδασ ὑπελείπετο, καὶ φοβερὸσ ἦν ἀπ’ ἰσχυρᾶσ τῆσ περὶ τὸ πεζὸν ἐλπίδοσ ἀπειλῶν τοῖσ Ἕλλησι καὶ γράφων τοιαῦτα· (Plutarch, , chapter 10 1:1)
(플루타르코스, , chapter 10 1:1)
- κἀκεῖθεν ὁρμώμενοι τῇ ναυτικῇ δυνάμει τὰ μὲν ἀνεκτῶντο τῶν ἀφεστώτων, τὰ δ’ ἐφύλαττον ἁμῶσ γέ πωσ ἔτι τοῖσ πολεμίοισ κατὰ θάλατταν ὄντεσ ἀξιόμαχοι, Τισαφέρνην δὲ φοβούμενοι καὶ τὰσ λεγομένασ ὅσον οὔπω παρεῖναι Φοινίσσασ τριήρεισ πεντήκοντα καὶ ἑκατὸν οὔσασ, ὧν ἀφικομένων οὐδεμία σωτηρίασ ἐλπὶσ ὑπελείπετο τῇ πόλει. (Plutarch, , chapter 25 3:2)
(플루타르코스, , chapter 25 3:2)
- τῶν δὲ πολιτικῶν ὁ μέγιστοσ ὑπελείπετο καὶ χαλεπώτεροσ πρὸσ τὸν δῆμον ἰσχυρὸν ἐπανήκοντα τῇ νίκῃ καὶ βιαζόμενον ἐκ δημοτῶν ὕπατον ἀποδεῖξαι παρὰ τὸν καθεστῶτα νόμον, ἀντιταττομένησ τῆσ βουλῆσ καὶ τὸν Κάμιλλον οὐκ ἐώσησ ἀποθέσθαι τὴν ἀρχήν, ὡσ μετ’ ἰσχυρᾶσ καὶ μεγάλησ ἐξουσίασ τῆσ ἐκείνου μαχησομένων ἂν βέλτιον ὑπὲρ τῆσ ἀριστοκρατίασ. (Plutarch, Camillus, chapter 42 1:2)
(플루타르코스, Camillus, chapter 42 1:2)
- "σὲ μὲν, ὦ Κικέρων, ἐπαινῶ καὶ θαυμάζω, τῆσ δὲ Ἑλλάδοσ οἰκτείρω τὴν τύχην, ὁρῶν, ἃ μόνα τῶν καλῶν ἡμῖν ὑπελείπετο, καὶ ταῦτα Ῥωμαίοισ διὰ σοῦ προσγενόμενα, παιδείαν καὶ λόγον. (Plutarch, Cicero, chapter 4 5:1)
(플루타르코스, Cicero, chapter 4 5:1)
- ἐπηρμένησ δὲ τῆσ Ἑλλάδοσ πρὸσ τὸ μέλλον καί συνισταμένων κατ’ ἔθνη καί πόλεισ Εὐβοέων, Ἀχαιῶν, Κορινθίων, Μεγαρέων, Λευκαδίων, Κερκυραίων, ὁ μέγιστοσ ὑπελείπετο τῷ Δημοσθένει τῶν ἀγώνων, Θηβαίουσ προσαγαγέσθαι τῇ συμμαχίᾳ, χώραν τε σύνορον τῆσ Ἀττικῆσ καί δύναμιν ἐναγώνιον ἔχοντασ, καί μάλιστα τότε τῶν Ἑλλήνων εὐδοκιμοῦντασ ἐν τοῖσ ὅπλοισ. (Plutarch, Demosthenes, chapter 17 4:1)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 17 4:1)
유의어
-
to leave remaining
-
실패하다
- ἐπιλείπω (실패하다, 실수하다, 속수무책으로 만들다)
- ἐλλείπω (he fails)
- ἐκλείπω (실패하다, 실수하다)
- ἐπιλείπω (실패하다, 떨어져 있다, 실수하다)
- ὑστερέω (실패하다, 떨어져 있다, 실수하다)
- ἀτευκτέω (to fail in gaining)
- διαμαρτάνω (to fail utterly)
- προλείπω (실패하다, 실수하다, 투항하다)
- λείπω (실패하다, 실수하다, 투항하다)
- ἁμαρτάνω (무시하다)
- προδίδωμι (실패하다, 실수하다, 속수무책으로 만들다)
- προαπεῖπον (to give in or fail before)
-
to be left remaining
- μίμνω (머무르다, 남다, 남아있다)
- ἐκλείπω (머무르다, 남다, 남아있다)
- ὕπειμι (머무르다, 남다, 남아있다)
- λείπω (머무르다, 남다, 살아남다)
- περιλείπομαι (살아남다, 살아오다, 생존하다)
- μένω (잔존하다)
- μένω (남아있다)
- περίειμι (가지다, 먹다, 소유하다)
-
to remain in force
-
뒤에 남다
-
to be left behind
-
to be inferior to
-
실패하다
-
떠나다
파생어
- ἀπολείπω (잃다, 떨어뜨리다, 지다)
- διαλείπω (끊이다, 중지하다)
- ἐγκαταλείπω (남기다, 잊다, )
- ἐκλείπω (떠나다, 지나치다, 가 버리다)
- ἐλλείπω (남기다, 잊다, 전하다)
- ἐπιλείπω (남기다, 잊다, )
- καταλείπω (남기다, 잊다)
- λείπω (떠나다, 출발하다, 구해내다)
- παρακαταλείπω (to leave with)
- παραλείπω (흐르다, ~보다 낫다, 등한시하다)
- περιλείπομαι (살아남다, 살아오다, 생존하다)
- προαπολείπω (to fail before, in comparison of)
- προλείπω (포기하다, 버리다, 남기다)
- προσκαταλείπω (to leave besides as a legacy, to lose besides)
- προσλείπω (부족하다, 모자라다)
- συγκαταλείπω (to leave together, to leave a joint)