- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὕπνος?

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: hypnos 고전 발음: [휩노] 신약 발음: []

기본형: ὕπνος ὕπνου

형태분석: ὑπν (어간) + ος (어미)

  1. 잠, 눈꼽
  2. 죽음, 사망
  1. sleep
  2. death

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ὕπνος

잠이

ὕπνω

잠들이

ὕπνοι

잠들이

속격 ὕπνου

잠의

ὕπνοιν

잠들의

ὕπνων

잠들의

여격 ὕπνῳ

잠에게

ὕπνοιν

잠들에게

ὕπνοις

잠들에게

대격 ὕπνον

잠을

ὕπνω

잠들을

ὕπνους

잠들을

호격 ὕπνε

잠아

ὕπνω

잠들아

ὕπνοι

잠들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἴμοι, τὰ πόλλ ἀσπάσμαθ αἵ τ ἐμαὶ τροφαὶ ὕπνοι τ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. (Euripides, The Trojan Women, episode, anapests 3:8)

    (에우리피데스, The Trojan Women, episode, anapests 3:8)

  • παρ οἷς πρώτοις εἰσήχθησαν εἰς τὰ βαλανεῖα λουτροχόοι καὶ παραχύται πεπεδημένοι, τοῦ μὴ θᾶττον ἰέναι καὶ ὅπως μὴ σπεύδοντες κατακαίωσι τοὺς λουομένους, πρῶτοι δὲ Συβαρῖται καὶ τὰς ποιούσας ψόφον τέχνας οὐκ ἐῶσιν ἐπιδημεῖν τῇ πόλει,4 οἱο῀ν χαλκέων καὶ τεκτόνων καὶ τῶν ὁμοίων, ὅπως αὐτοῖς πανταχόθεν ἀθόρυβοι ὦσιν οἱ ὕπνοι: (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 153)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 153)

  • τοῦ σώματος πόνον, ὡς μὴ καταξήρους γινομένους πρὸς τὴν τῆς παιδείας ἐπιμέλειαν ἀπαγορεύειν κατὰ γὰρ Πλάτωνα ὕπνοι καὶ κόποι μαθήμασι πολέμιοι. (Plutarch, De liberis educandis, section 11 3:1)

    (플루타르코스, De liberis educandis, section 11 3:1)

  • νύκτα ἐπιπόνως, ὕπνοι σμικροί, λόγοι, λῆρος, ἄκρεα πάντοθεν ψυχρὰ καὶ οὐκέτι ἀναθερμαινόμενα, οὔρησε μέλανα, ἐκοιμήθη σμικρὰ πρὸς ἡμέρην, ἄφωνος, ἵδρωσε ψυχρῷ, ἄκρεα πελιδνά. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 226)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 226)

  • ὀγδόῃ ἵδρωσεν δι ὅλου ψυχρῷ‧ ἐξανθήματα μετὰ ἱδρῶτος ἐρυθρά, στρογγύλα, σμικρὰ οἱο῀ν ἰόνθοι, παρέμενεν, οὐ καθίστατο‧ ἀπὸ δὲ κοιλίης ἐρεθισμῷ σμικρῷ κοπρανα λεπτά, οἱᾶ ἄπεπτα, πολλὰ διῄει μετὰ πόνου‧ οὔρει μετ ὀδύνης δακνώδεα‧ ἄκρεα σμικρὰ ἀνεθερμαίνετο, ὕπνοι λεπτοί, κωματώδης, ἄφωνος, οὖρα λεπτὰ διαφανέα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 241)

    (히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 241)

유의어

  1. 죽음

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION