Ancient Greek-English Dictionary Language

ὑπερήφανος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὑπερήφανος ὑπερήφανον

Structure: ὑπερηφαν (Stem) + ος (Ending)

Etym.: prob. for u(perfanh/s, h being inserted.

Sense

  1. overweening, arrogant, haughty, haughtily, prodigally
  2. magnificent, splendid

Examples

  • ἐπαγωγὴ ὑπερηφάνου οὐκ ἔστιν ἴασισ, φυτὸν γὰρ πονηρίασ ἐρρίζωκεν ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Sirach 3:27)
  • πέρδιξ θηρευτὴσ ἐν καρτάλλῳ, οὕτωσ καρδία ὑπερηφάνου, καὶ ὡσ ὁ κατάσκοποσ ἐπιβλέπει πτῶσιν. (Septuagint, Liber Sirach 11:28)
  • καταπληγμὸσ καὶ ὕβρισ ἐρημώσουσι πλοῦτον. οὕτωσ οἶκοσ ὑπερηφάνου ἐρημωθήσεται. (Septuagint, Liber Sirach 21:4)
  • μυθολογοῦσι δ’ αὐτὸν διὰ τοῦτο μισῆσαι καὶ πολεμῆσαι τὸ γένοσ τῶν ἀγρίων θηρίων καὶ παρανόμων ἀνδρῶν, ὅτι παιδὶ μὲν ὄντι νηπίῳ συνέβη τοὺσ ὄφεισ ἐπιβούλουσ αὐτῷ γενέσθαι, ἀνδρωθέντι δὲ πεσεῖν ὑπ’ ἐξουσίαν ὑπερηφάνου καὶ ἀδίκου μονάρχου τοῦ τοὺσ ἄθλουσ προστάττοντοσ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 4, chapter 17 5:2)
  • βαρείασ δὲ καὶ ὑπερηφάνου τῆσ ἀποκρίσεωσ δοκούσησ ὑπάρχειν, οἱ Καρχηδόνιοι τῇ συνήθει πανουργίᾳ κατεστρατήγησαν τὸν Διονύσιον. (Diodorus Siculus, Library, book xv, chapter 16 1:1)

Synonyms

  1. overweening

  2. magnificent

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION