τιμωρίᾱ
1군 변화 명사; 여성
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
τιμωρίᾱ
τιμωρίας
형태분석:
τιμωρι
(어간)
+
ᾱ
(어미)
뜻
- 복수, 앙갚음, 원수 갚기
- 처벌, 벌, 고문, 방법
- 도움, 덕택, 원조, 지원
- vengeance, revenge
- penalty, punishment, torture
- help, aid, assistance
곡용 정보
1군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- σὺ τὸν θρασὺν Φαραὼ καταδουλωσάμενον τὸν λαόν σου τὸν ἅγιον Ἰσραήλ, ποικίλαισ καὶ πολλαῖσ δοκιμάσασ τιμωρίαισ, ἐγνώρισασ τὴν σὴν δυναστείαν, ἐφ’ αἷσ ἐγνώρισασ τὸ μέγα σου κράτοσ. (Septuagint, Liber Maccabees III 2:6)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 2:6)
- οὕτω γὰρ μετὰ πικρίασ ἀνοίκτου ψυχῆσ ὑπὸ τῶν κατὰ πόλιν στρατηγῶν ὁμοθυμαδὸν ἐξαπεστέλλοντο, ὥστε ἐπὶ ταῖσ ἐξάλλοισ τιμωρίαισ καί τινασ τῶν ἐχθρῶν λαμβάνοντασ πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν τὸν κοινὸν ἔλεον καὶ λογιζομένουσ τὴν ἄδηλον τοῦ βίου καταστροφήν, δακρύειν αὐτῶν τὴν τρισάθλιον ἐξαποστολήν. (Septuagint, Liber Maccabees III 4:4)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 4:4)
- τῶν φίλων τινέσ, κακοηθείᾳ πυκνότερον ἡμῖν παρακείμενοι, συνέπεισαν ἡμᾶσ εἰσ τὸ τοὺσ ὑπὸ τὴν βασιλείαν Ἰουδαίουσ συναθροίσαντασ σύστημα κολάσασθαι ξενιζούσαισ ἀποστατῶν τιμωρίαισ, (Septuagint, Liber Maccabees III 7:3)
(70인역 성경, Liber Maccabees III 7:3)
- οὓσ καλοὺσ καὶ δικαίουσ καὶ φιλόπαιδασ εἶναι θέλοντασ οὐ συγχωρεῖσ, καθ’ ἑνὸσ παιδὸσ ὡσ κατὰ πολλῶν κινῶν πολλάκισ καὶ ἡσυχάζειν οὐκ ἐῶν ἐν ταῖσ τιμωρίαισ τοὺσ ἐν ταῖσ τῶν παίδων πρὸσ τοὺσ πατέρασ εὐνοίαισ ἡσυχάζειν ἐθέλοντασ, καίτοι γε ἐπὶ τοῖσ μηδὲν ἡμαρτηκόσιν μηδὲ κειμένουσ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 19:6)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 19:6)
- κρείττονά τε ὑπολαμβάνειν τὰ χρηστὰ ἐπιτηδεύματα τῆσ ἀκριβοῦσ νομοθεσίασ, σκοποῦντασ οὐχ ὅπωσ ταῖσ τιμωρίαισ τοὺσ ἁμαρτάνοντασ ἀνείρξουσιν, ἀλλ’ ὡσ μηδὲν ἄξιον ζημίασ ἕκαστον παρασκευάσουσιν ἐπιτηδεύειν, καὶ τὴν μὲν πατρίδα δεῖν οἰομένουσ ἐν ἐξουσίᾳ διάγειν μεγάλῃ, τοῖσ δ’ ἰδιώταισ μηδὲν ἐξεῖναι ποιεῖν, ὅ τι ἂν οἱ νόμοι κωλύωσι. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 8 1:4)
(디오니시오스, De Isocrate, chapter 8 1:4)
유의어
-
복수
-
처벌
-
도움
- προσωφέλημα (help or aid in)
- ἐπαρωγή (도움, 덕택, 원조)
- συμβοηθεία (joint aid or assistance)
- ἄρκεσις (도움, 원조, 덕택)
- προσωφέλησις (도움, 덕택, 원조)
- παραβοήθεια (도움, 덕택, 원조)
- ὠφέλεια (도움, 덕택, 원조)
- τιμώρημα (도움, 덕택, 원조)