헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συντίθημι

-μι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συντίθημι συντιθήσω

형태분석: συν (접두사) + τίθε̄ (어간) + μι (인칭어미)

  1. 닫다, 감다, 감기다
  2. 함께 두다, 합치다
  3. 건설하다, 짓다, 세우다, 만들다, 설립하다, 건축하다
  4. 이루다, 쓰다, 작곡하다
  5. 포함하다, 함께 두다, 구성하다, 이끌다, 같이 돌다, 같이 나르다
  6. 관찰하다, 인지하다, 알아차리다, 듣다, 살피다, 알게 되다, 바라보다
  7. 챙기다, 배열하다, 순서대로 놓다
  8. 형성하다, 결론짓다, 추론하다, 맺다, 마무르다
  1. to put together, to close
  2. to add together, adding
  3. to put together
  4. to construct, frame, build, to compose or make, of
  5. to construct or frame, to compose
  6. the framer
  7. to put together, take in, comprise, putting, together
  8. to put together for oneself, to observe, take heed to, to perceive, hear, take heed
  9. to set in order, organise
  10. to conclude, form, to agree upon, agreed upon
  11. to covenant or agree
  12. to make a covenant

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντῖθημι

(나는) 닫는다

συντῖθης

(너는) 닫는다

συντῖθησιν*

(그는) 닫는다

쌍수 συντίθετον

(너희 둘은) 닫는다

συντίθετον

(그 둘은) 닫는다

복수 συντίθεμεν

(우리는) 닫는다

συντίθετε

(너희는) 닫는다

συντιθέᾱσιν*

(그들은) 닫는다

접속법단수 συντίθω

(나는) 닫자

συντίθῃς

(너는) 닫자

συντίθῃ

(그는) 닫자

쌍수 συντίθητον

(너희 둘은) 닫자

συντίθητον

(그 둘은) 닫자

복수 συντίθωμεν

(우리는) 닫자

συντίθητε

(너희는) 닫자

συντίθωσιν*

(그들은) 닫자

기원법단수 συντιθεῖην

(나는) 닫기를 (바라다)

συντιθεῖης

(너는) 닫기를 (바라다)

συντιθεῖη

(그는) 닫기를 (바라다)

쌍수 συντιθεῖητον

(너희 둘은) 닫기를 (바라다)

συντιθείητην

(그 둘은) 닫기를 (바라다)

복수 συντιθεῖημεν

(우리는) 닫기를 (바라다)

συντιθεῖητε

(너희는) 닫기를 (바라다)

συντιθεῖησαν

(그들은) 닫기를 (바라다)

명령법단수 συντῖθει

(너는) 닫아라

συντιθέτω

(그는) 닫아라

쌍수 συντίθετον

(너희 둘은) 닫아라

συντιθέτων

(그 둘은) 닫아라

복수 συντίθετε

(너희는) 닫아라

συντιθέντων

(그들은) 닫아라

부정사 συντιθέναι

닫는 것

분사 남성여성중성
συντιθεις

συντιθεντος

συντιθεισα

συντιθεισης

συντιθεν

συντιθεντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντίθεμαι

(나는) 닫힌다

συντίθεσαι

(너는) 닫힌다

συντίθεται

(그는) 닫힌다

쌍수 συντίθεσθον

(너희 둘은) 닫힌다

συντίθεσθον

(그 둘은) 닫힌다

복수 συντιθέμεθα

(우리는) 닫힌다

συντίθεσθε

(너희는) 닫힌다

συντίθενται

(그들은) 닫힌다

접속법단수 συντίθωμαι

(나는) 닫히자

συντίθῃ

(너는) 닫히자

συντίθηται

(그는) 닫히자

쌍수 συντίθησθον

(너희 둘은) 닫히자

συντίθησθον

(그 둘은) 닫히자

복수 συντιθώμεθα

(우리는) 닫히자

συντίθησθε

(너희는) 닫히자

συντίθωνται

(그들은) 닫히자

기원법단수 συντιθεῖμην

(나는) 닫히기를 (바라다)

συντίθειο

(너는) 닫히기를 (바라다)

συντίθειτο

(그는) 닫히기를 (바라다)

쌍수 συντίθεισθον

(너희 둘은) 닫히기를 (바라다)

συντιθεῖσθην

(그 둘은) 닫히기를 (바라다)

복수 συντιθεῖμεθα

(우리는) 닫히기를 (바라다)

συντίθεισθε

(너희는) 닫히기를 (바라다)

συντίθειντο

(그들은) 닫히기를 (바라다)

명령법단수 συντίθεσο

(너는) 닫혀라

συντιθέσθω

(그는) 닫혀라

쌍수 συντίθεσθον

(너희 둘은) 닫혀라

συντιθέσθων

(그 둘은) 닫혀라

복수 συντίθεσθε

(너희는) 닫혀라

συντιθέσθων

(그들은) 닫혀라

부정사 συντίθεσθαι

닫히는 것

분사 남성여성중성
συντιθεμενος

συντιθεμενου

συντιθεμενη

συντιθεμενης

συντιθεμενον

συντιθεμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντιθήσω

(나는) 닫겠다

συντιθήσεις

(너는) 닫겠다

συντιθήσει

(그는) 닫겠다

쌍수 συντιθήσετον

(너희 둘은) 닫겠다

συντιθήσετον

(그 둘은) 닫겠다

복수 συντιθήσομεν

(우리는) 닫겠다

συντιθήσετε

(너희는) 닫겠다

συντιθήσουσιν*

(그들은) 닫겠다

기원법단수 συντιθησίημι

(나는) 닫겠기를 (바라다)

συντιθησίης

(너는) 닫겠기를 (바라다)

συντιθησίη

(그는) 닫겠기를 (바라다)

쌍수 συντιθησίητον

(너희 둘은) 닫겠기를 (바라다)

συντιθησιήτην

(그 둘은) 닫겠기를 (바라다)

복수 συντιθησίημεν

(우리는) 닫겠기를 (바라다)

συντιθησίητε

(너희는) 닫겠기를 (바라다)

συντιθησίησαν

(그들은) 닫겠기를 (바라다)

부정사 συντιθήσειν

닫을 것

분사 남성여성중성
συντιθησων

συντιθησοντος

συντιθησουσα

συντιθησουσης

συντιθησον

συντιθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συντιθήσομαι

(나는) 닫히겠다

συντιθήσει, συντιθήσῃ

(너는) 닫히겠다

συντιθήσεται

(그는) 닫히겠다

쌍수 συντιθήσεσθον

(너희 둘은) 닫히겠다

συντιθήσεσθον

(그 둘은) 닫히겠다

복수 συντιθησόμεθα

(우리는) 닫히겠다

συντιθήσεσθε

(너희는) 닫히겠다

συντιθήσονται

(그들은) 닫히겠다

기원법단수 συντιθησοίμην

(나는) 닫히겠기를 (바라다)

συντιθήσοιο

(너는) 닫히겠기를 (바라다)

συντιθήσοιτο

(그는) 닫히겠기를 (바라다)

쌍수 συντιθήσοισθον

(너희 둘은) 닫히겠기를 (바라다)

συντιθησοίσθην

(그 둘은) 닫히겠기를 (바라다)

복수 συντιθησοίμεθα

(우리는) 닫히겠기를 (바라다)

συντιθήσοισθε

(너희는) 닫히겠기를 (바라다)

συντιθήσοιντο

(그들은) 닫히겠기를 (바라다)

부정사 συντιθήσεσθαι

닫힐 것

분사 남성여성중성
συντιθησομενος

συντιθησομενου

συντιθησομενη

συντιθησομενης

συντιθησομενον

συντιθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετῖθην

(나는) 닫고 있었다

συνετῖθης

(너는) 닫고 있었다

συνετῖθην*

(그는) 닫고 있었다

쌍수 συνετίθετον

(너희 둘은) 닫고 있었다

συνετιθέτην

(그 둘은) 닫고 있었다

복수 συνετίθεμεν

(우리는) 닫고 있었다

συνετίθετε

(너희는) 닫고 있었다

συνετίθεσαν

(그들은) 닫고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνετιθέμην

(나는) 닫히고 있었다

συνετίθου, συνετίθεσο

(너는) 닫히고 있었다

συνετίθετο

(그는) 닫히고 있었다

쌍수 συνετίθεσθον

(너희 둘은) 닫히고 있었다

συνετιθέσθην

(그 둘은) 닫히고 있었다

복수 συνετιθέμεθα

(우리는) 닫히고 있었다

συνετίθεσθε

(너희는) 닫히고 있었다

συνετίθεντο

(그들은) 닫히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "ὅμωσ δ’ οὖν καὶ ὡρίσθω τι, ‐ σὺ δ’ αὐτὸσ ὅ τι καὶ βούλει λέγε, μεμνημένοσ, ὦ φίλτατε, κἀκείνων ἅπερ ἐν ἑορταῖσ διετησίοισ εἰκὸσ ἡμᾶσ παρέξειν οὐ γὰρ ἀμελήσομεν οὐδὲ τῶν τοιούτων, εἰ καὶ μὴ νῦν αὐτὰ συντιθέμεθα· (Lucian, De mercede, (no name) 19:8)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 19:8)

  • καὶ διὰ τοῦτο ὡσ βεβαιότατα συντιθέμεθα τὰσ φιλίασ, μόνον τοῦτο ὅπλον ἄμαχον καὶ δυσπολέμητον εἶναι νομίζοντεσ. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 35:6)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 35:6)

  • καὶ πρὸσ μὲν τὰσ ἄλλασ πόλεισ ἐν τοῖσ συμβόλοισ συντιθέμεθα μὴ ἐξεῖναι μήθ’ εἱρ͂ξαι μήτε δῆσαι τὸν ἐλεύθερον· (Andocides, Speeches, 28:3)

    (안도키데스, 연설, 28:3)

  • διόπερ ἐπὶ τῷ πάντων δεσπότῃ Καίσαρι μεσιτεύοντι τὸν παρόντα καιρὸν συντιθέμεθα ταύτην τὴν συνθήκην· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 16 135:2)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 16 135:2)

유의어

  1. 닫다

  2. to add together

  3. 함께 두다

  4. 건설하다

  5. 이루다

  6. 포함하다

  7. 챙기다

  8. 형성하다

  9. to covenant or agree

  10. to make a covenant

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION