헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συμβασείω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συμβασείω

형태분석: συμβασεί (어간) + ω (인칭어미)

어원: Desiderat. of sumbai/nw

  1. to wish to make a league or covenant with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβασείω

συμβασείεις

συμβασείει

쌍수 συμβασείετον

συμβασείετον

복수 συμβασείομεν

συμβασείετε

συμβασείουσιν*

접속법단수 συμβασείω

συμβασείῃς

συμβασείῃ

쌍수 συμβασείητον

συμβασείητον

복수 συμβασείωμεν

συμβασείητε

συμβασείωσιν*

기원법단수 συμβασείοιμι

συμβασείοις

συμβασείοι

쌍수 συμβασείοιτον

συμβασειοίτην

복수 συμβασείοιμεν

συμβασείοιτε

συμβασείοιεν

명령법단수 συμβάσειε

συμβασειέτω

쌍수 συμβασείετον

συμβασειέτων

복수 συμβασείετε

συμβασειόντων, συμβασειέτωσαν

부정사 συμβασείειν

분사 남성여성중성
συμβασειων

συμβασειοντος

συμβασειουσα

συμβασειουσης

συμβασειον

συμβασειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συμβασείομαι

συμβασείει, συμβασείῃ

συμβασείεται

쌍수 συμβασείεσθον

συμβασείεσθον

복수 συμβασειόμεθα

συμβασείεσθε

συμβασείονται

접속법단수 συμβασείωμαι

συμβασείῃ

συμβασείηται

쌍수 συμβασείησθον

συμβασείησθον

복수 συμβασειώμεθα

συμβασείησθε

συμβασείωνται

기원법단수 συμβασειοίμην

συμβασείοιο

συμβασείοιτο

쌍수 συμβασείοισθον

συμβασειοίσθην

복수 συμβασειοίμεθα

συμβασείοισθε

συμβασείοιντο

명령법단수 συμβασείου

συμβασειέσθω

쌍수 συμβασείεσθον

συμβασειέσθων

복수 συμβασείεσθε

συμβασειέσθων, συμβασειέσθωσαν

부정사 συμβασείεσθαι

분사 남성여성중성
συμβασειομενος

συμβασειομενου

συμβασειομενη

συμβασειομενης

συμβασειομενον

συμβασειομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to wish to make a league or covenant with

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION