Ancient Greek-English Dictionary Language

συνεκπίπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνεκπίπτω συνεκπεσοῦμαι

Structure: συν (Prefix) + ἐκ (Prefix) + πίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to rush out together with
  2. to be driven out or banished together
  3. to disappear together
  4. to come out in agreement, to happen to agree, agreed in advising, agreed in
  5. to come out equal, run a dead heat with
  6. to be thrown out together, to be rejected

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεκπίπτω συνεκπίπτεις συνεκπίπτει
Dual συνεκπίπτετον συνεκπίπτετον
Plural συνεκπίπτομεν συνεκπίπτετε συνεκπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular συνεκπίπτω συνεκπίπτῃς συνεκπίπτῃ
Dual συνεκπίπτητον συνεκπίπτητον
Plural συνεκπίπτωμεν συνεκπίπτητε συνεκπίπτωσιν*
OptativeSingular συνεκπίπτοιμι συνεκπίπτοις συνεκπίπτοι
Dual συνεκπίπτοιτον συνεκπιπτοίτην
Plural συνεκπίπτοιμεν συνεκπίπτοιτε συνεκπίπτοιεν
ImperativeSingular συνεκπίπτε συνεκπιπτέτω
Dual συνεκπίπτετον συνεκπιπτέτων
Plural συνεκπίπτετε συνεκπιπτόντων, συνεκπιπτέτωσαν
Infinitive συνεκπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεκπιπτων συνεκπιπτοντος συνεκπιπτουσα συνεκπιπτουσης συνεκπιπτον συνεκπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνεκπίπτομαι συνεκπίπτει, συνεκπίπτῃ συνεκπίπτεται
Dual συνεκπίπτεσθον συνεκπίπτεσθον
Plural συνεκπιπτόμεθα συνεκπίπτεσθε συνεκπίπτονται
SubjunctiveSingular συνεκπίπτωμαι συνεκπίπτῃ συνεκπίπτηται
Dual συνεκπίπτησθον συνεκπίπτησθον
Plural συνεκπιπτώμεθα συνεκπίπτησθε συνεκπίπτωνται
OptativeSingular συνεκπιπτοίμην συνεκπίπτοιο συνεκπίπτοιτο
Dual συνεκπίπτοισθον συνεκπιπτοίσθην
Plural συνεκπιπτοίμεθα συνεκπίπτοισθε συνεκπίπτοιντο
ImperativeSingular συνεκπίπτου συνεκπιπτέσθω
Dual συνεκπίπτεσθον συνεκπιπτέσθων
Plural συνεκπίπτεσθε συνεκπιπτέσθων, συνεκπιπτέσθωσαν
Infinitive συνεκπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνεκπιπτομενος συνεκπιπτομενου συνεκπιπτομενη συνεκπιπτομενης συνεκπιπτομενον συνεκπιπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to rush out together with

  2. to be driven out or banished together

  3. to disappear together

  4. to be thrown out together

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION