Ancient Greek-English Dictionary Language

συμπαραφέρω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συμπαραφέρω συμπαροίσω

Structure: συμπαραφέρ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry along together: - , to rush along together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαραφέρω συμπαραφέρεις συμπαραφέρει
Dual συμπαραφέρετον συμπαραφέρετον
Plural συμπαραφέρομεν συμπαραφέρετε συμπαραφέρουσιν*
SubjunctiveSingular συμπαραφέρω συμπαραφέρῃς συμπαραφέρῃ
Dual συμπαραφέρητον συμπαραφέρητον
Plural συμπαραφέρωμεν συμπαραφέρητε συμπαραφέρωσιν*
OptativeSingular συμπαραφέροιμι συμπαραφέροις συμπαραφέροι
Dual συμπαραφέροιτον συμπαραφεροίτην
Plural συμπαραφέροιμεν συμπαραφέροιτε συμπαραφέροιεν
ImperativeSingular συμπαράφερε συμπαραφερέτω
Dual συμπαραφέρετον συμπαραφερέτων
Plural συμπαραφέρετε συμπαραφερόντων, συμπαραφερέτωσαν
Infinitive συμπαραφέρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαραφερων συμπαραφεροντος συμπαραφερουσα συμπαραφερουσης συμπαραφερον συμπαραφεροντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαραφέρομαι συμπαραφέρει, συμπαραφέρῃ συμπαραφέρεται
Dual συμπαραφέρεσθον συμπαραφέρεσθον
Plural συμπαραφερόμεθα συμπαραφέρεσθε συμπαραφέρονται
SubjunctiveSingular συμπαραφέρωμαι συμπαραφέρῃ συμπαραφέρηται
Dual συμπαραφέρησθον συμπαραφέρησθον
Plural συμπαραφερώμεθα συμπαραφέρησθε συμπαραφέρωνται
OptativeSingular συμπαραφεροίμην συμπαραφέροιο συμπαραφέροιτο
Dual συμπαραφέροισθον συμπαραφεροίσθην
Plural συμπαραφεροίμεθα συμπαραφέροισθε συμπαραφέροιντο
ImperativeSingular συμπαραφέρου συμπαραφερέσθω
Dual συμπαραφέρεσθον συμπαραφερέσθων
Plural συμπαραφέρεσθε συμπαραφερέσθων, συμπαραφερέσθωσαν
Infinitive συμπαραφέρεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαραφερομενος συμπαραφερομενου συμπαραφερομενη συμπαραφερομενης συμπαραφερομενον συμπαραφερομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαροίσω συμπαροίσεις συμπαροίσει
Dual συμπαροίσετον συμπαροίσετον
Plural συμπαροίσομεν συμπαροίσετε συμπαροίσουσιν*
OptativeSingular συμπαροίσοιμι συμπαροίσοις συμπαροίσοι
Dual συμπαροίσοιτον συμπαροισοίτην
Plural συμπαροίσοιμεν συμπαροίσοιτε συμπαροίσοιεν
Infinitive συμπαροίσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαροισων συμπαροισοντος συμπαροισουσα συμπαροισουσης συμπαροισον συμπαροισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συμπαροίσομαι συμπαροίσει, συμπαροίσῃ συμπαροίσεται
Dual συμπαροίσεσθον συμπαροίσεσθον
Plural συμπαροισόμεθα συμπαροίσεσθε συμπαροίσονται
OptativeSingular συμπαροισοίμην συμπαροίσοιο συμπαροίσοιτο
Dual συμπαροίσοισθον συμπαροισοίσθην
Plural συμπαροισοίμεθα συμπαροίσοισθε συμπαροίσοιντο
Infinitive συμπαροίσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συμπαροισομενος συμπαροισομενου συμπαροισομενη συμπαροισομενης συμπαροισομενον συμπαροισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to carry along together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION