Ancient Greek-English Dictionary Language

συνδιεκπίπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συνδιεκπίπτω συνδιεκπεσοῦμαι

Structure: συν (Prefix) + δι (Prefix) + εκπίπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to rush out through together

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιεκπίπτω συνδιεκπίπτεις συνδιεκπίπτει
Dual συνδιεκπίπτετον συνδιεκπίπτετον
Plural συνδιεκπίπτομεν συνδιεκπίπτετε συνδιεκπίπτουσιν*
SubjunctiveSingular συνδιεκπίπτω συνδιεκπίπτῃς συνδιεκπίπτῃ
Dual συνδιεκπίπτητον συνδιεκπίπτητον
Plural συνδιεκπίπτωμεν συνδιεκπίπτητε συνδιεκπίπτωσιν*
OptativeSingular συνδιεκπίπτοιμι συνδιεκπίπτοις συνδιεκπίπτοι
Dual συνδιεκπίπτοιτον συνδιεκπιπτοίτην
Plural συνδιεκπίπτοιμεν συνδιεκπίπτοιτε συνδιεκπίπτοιεν
ImperativeSingular συνδιέκπιπτε συνδιεκπιπτέτω
Dual συνδιεκπίπτετον συνδιεκπιπτέτων
Plural συνδιεκπίπτετε συνδιεκπιπτόντων, συνδιεκπιπτέτωσαν
Infinitive συνδιεκπίπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιεκπιπτων συνδιεκπιπτοντος συνδιεκπιπτουσα συνδιεκπιπτουσης συνδιεκπιπτον συνδιεκπιπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συνδιεκπίπτομαι συνδιεκπίπτει, συνδιεκπίπτῃ συνδιεκπίπτεται
Dual συνδιεκπίπτεσθον συνδιεκπίπτεσθον
Plural συνδιεκπιπτόμεθα συνδιεκπίπτεσθε συνδιεκπίπτονται
SubjunctiveSingular συνδιεκπίπτωμαι συνδιεκπίπτῃ συνδιεκπίπτηται
Dual συνδιεκπίπτησθον συνδιεκπίπτησθον
Plural συνδιεκπιπτώμεθα συνδιεκπίπτησθε συνδιεκπίπτωνται
OptativeSingular συνδιεκπιπτοίμην συνδιεκπίπτοιο συνδιεκπίπτοιτο
Dual συνδιεκπίπτοισθον συνδιεκπιπτοίσθην
Plural συνδιεκπιπτοίμεθα συνδιεκπίπτοισθε συνδιεκπίπτοιντο
ImperativeSingular συνδιεκπίπτου συνδιεκπιπτέσθω
Dual συνδιεκπίπτεσθον συνδιεκπιπτέσθων
Plural συνδιεκπίπτεσθε συνδιεκπιπτέσθων, συνδιεκπιπτέσθωσαν
Infinitive συνδιεκπίπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συνδιεκπιπτομενος συνδιεκπιπτομενου συνδιεκπιπτομενη συνδιεκπιπτομενης συνδιεκπιπτομενον συνδιεκπιπτομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to rush out through together

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION