συμβολέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
συμβολέω
Structure:
συμβολέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to meet or fall in with
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀρχὴ δὲ ναυσὶ συμβολῆσ τίσ ἦν, φράσον· (Aeschylus, Persians, episode 1:13)
- Μιθροβαρζάνην μὲν οὖν ὁ Λεύκολλοσ εὐθὺσ ἐκ τῆσ πρώτησ συμβολῆσ τρεψάμενοσ ἐδίωκε, Μαγκαῖον δὲ Σεξτίλιοσ ἐσ Τιγρανόκερτα κατακλείσασ τὰ μὲν βασίλεια αὐτίκα, ἀτείχιστα ὄντα, διήρπασε, τὴν δὲ πόλιν καὶ τὸ φρούριον ἀπετάφρευε, καὶ μηχανὰσ ἐφίστη, καὶ ὑπονόμοισ ἀνεκρήμνη τὸ τεῖχοσ. (Appian, The Foreign Wars, chapter 12 6:11)
- γενομένησ δὲ αὐτοῖσ περὶ τῶν ὅλων συμβολῆσ περὶ Ιἑριχοῦντα καταλιπόντεσ οἱ πολλοὶ τὸν Ὑρκανὸν μεταβαίνουσιν πρὸσ τὸν Ἀριστόβουλον. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 172:2)
- χαλεπὸν δ’ ἦν τὸ ἀναπληροῦν διὰ βάθοσ ἄπειρον καὶ τῶν Ιοὐδαίων πάντα τρόπον εἰργόντων ἄνωθεν, κἂν ἀτέλεστοσ ἔμεινεν τοῖσ Ῥωμαίοισ ὁ πόνοσ, εἰ μὴ τὰσ ἑβδομάδασ ἐπιτηρῶν ὁ Πομπήιοσ, ἐν αἷσ παντὸσ ἔργου διὰ τὴν θρησκείαν χεῖρασ ἀπίσχουσιν Ιοὐδαῖοι, τὸ χῶμα ὕψου τῆσ κατὰ χεῖρα συμβολῆσ εἴργων τοὺσ στρατιώτασ· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 206:2)
- Ῥωμαῖοι δ’ ἐπηκολούθουν, καὶ γενομένησ συμβολῆσ μέχρι πολλοῦ μὲν οἱ περὶ τὸν Ἀριστόβουλον διεκαρτέρουν γενναίωσ ἀγωνιζόμενοι, τέλοσ δὲ βιασθέντεσ ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων πίπτουσι μὲν πεντακισχίλιοι, περὶ δὲ δισχιλίουσ ἀνέφυγον εἴσ τινα λόφον, οἱ δὲ λοιποὶ χίλιοι σὺν Ἀριστοβούλῳ διακόψαντεσ τὴν φάλαγγα τῶν Ῥωμαίων εἰσ Μαχαιροῦντα συνελαύνονται. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 244:2)
Synonyms
-
to meet or fall in with
- περιτυγχάνω (to light upon, fall in with, meet with)
- ἐγκύρω (to fall in with, light upon, meet with)
- συμπίπτω (I fall together, meet violently, I fall in with)
- συνάντομαι (to fall in with, meet, to meet)
- ὑπεξέρχομαι (to go out to meet)
- συμβαίνω (to meet)
- συμμίγνυμι (to meet)
- ἀντάω (to meet)
- συναντάω (to meet with, meet)
- συνέχω (to meet)
- συνήκω (to meet)
- ὁμηρέω (to meet)
- ὁμαρτέω (to meet)
- ἀντιάζω (to meet in)
- ἀντιπρόειμι (to meet)
- μαδάω ( I fall off)
- τάσσω ( I fall in, form up)
- συνηβολέω (to fall in with)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- ἀπορρέω (to fall off)
- ἐκπίπτω (to fall out of)
- ἐκρέω ( I fall off)
- ἐνσκήπτω (to fall in or on)
- πίπτω (I fall)
- ἐπαντιάζω (to fall in with)
- καταρρέω (to fall off)
- περιπίπτω (to fall in with)
- προσκυρέω (to meet with, fall upon, betides)
- προσπίπτω (to fall in with, light upon, meet with)