Ancient Greek-English Dictionary Language

συγχωρέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγχωρέω συγχωρήσομαι

Structure: συγ (Prefix) + χωρέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to come together, meet, to meet
  2. to make way, give place, yield or defer to, to make concessions to, about, to be in collusion with, connive at, to come to terms
  3. to accede or agree, assent to, acquiesce in, to agree, acquiesce, consent, assent, a yielding, unexacting temper
  4. to concede, give up, yield
  5. to concede or grant, to grant that

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχώρω συγχώρεις συγχώρει
Dual συγχώρειτον συγχώρειτον
Plural συγχώρουμεν συγχώρειτε συγχώρουσιν*
SubjunctiveSingular συγχώρω συγχώρῃς συγχώρῃ
Dual συγχώρητον συγχώρητον
Plural συγχώρωμεν συγχώρητε συγχώρωσιν*
OptativeSingular συγχώροιμι συγχώροις συγχώροι
Dual συγχώροιτον συγχωροίτην
Plural συγχώροιμεν συγχώροιτε συγχώροιεν
ImperativeSingular συγχῶρει συγχωρεῖτω
Dual συγχώρειτον συγχωρεῖτων
Plural συγχώρειτε συγχωροῦντων, συγχωρεῖτωσαν
Infinitive συγχώρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχωρων συγχωρουντος συγχωρουσα συγχωρουσης συγχωρουν συγχωρουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγχώρουμαι συγχώρει, συγχώρῃ συγχώρειται
Dual συγχώρεισθον συγχώρεισθον
Plural συγχωροῦμεθα συγχώρεισθε συγχώρουνται
SubjunctiveSingular συγχώρωμαι συγχώρῃ συγχώρηται
Dual συγχώρησθον συγχώρησθον
Plural συγχωρώμεθα συγχώρησθε συγχώρωνται
OptativeSingular συγχωροίμην συγχώροιο συγχώροιτο
Dual συγχώροισθον συγχωροίσθην
Plural συγχωροίμεθα συγχώροισθε συγχώροιντο
ImperativeSingular συγχώρου συγχωρεῖσθω
Dual συγχώρεισθον συγχωρεῖσθων
Plural συγχώρεισθε συγχωρεῖσθων, συγχωρεῖσθωσαν
Infinitive συγχώρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγχωρουμενος συγχωρουμενου συγχωρουμενη συγχωρουμενης συγχωρουμενον συγχωρουμενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐπειδὴ δὲ ἀναβάλοιτο τὸ ἀποφῆναι ἡ βουλή, οὔπω φάσκουσα εὑρηκέναι, τότ’ ἐν τῷ δήμῳ συγχωρῶν Ἀλεξάνδρῳ καὶ τοῦ Διὸσ καὶ τοῦ Ποσειδῶνοσ εἶ[ναι εἰ βούλ]οιτο, [κα]ὶ ἀφι[κομένου] οστουσἐβούλετ[ο] στῆσαι εἰκό[να Ἀλεξάν]δρου βασιλ[έωσ τοῦ ἀνι]κήτου θε[οῦ]και[ἀγ]γελίαν[Ὀλυμ]πίασ. (Hyperides, Speeches, 7:7)
  • δοκεῖ μέντοι μὴ παρέργωσ ἀποφαινομένοισ οὐχ ὥσπερ αὐτὸν διαβάλλουσι πάσασ τὰσ πολιτείασ καταλύειν, ἀλλὰ πάσασ προάγειν ἑώσ μηδὲν παρανομοῖεν, ὡσ δυνάμενοσ πολιτεύεσθαι κατὰ πάσασ, ὅπερ ἐστὶν ἀγαθοῦ πολίτου ἔργον, παρανομούσαισ δὲ οὐ συγχωρῶν, ἀλλ’ ἀπεχθανόμενοσ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 28 5:3)
  • ἐπεὶ δὲ παρὰ Καίσαροσ ἧκον ἐπιστολαὶ μετριάζειν δοκοῦντοσ ἠξίου γὰρ ἀφεὶσ τὰ ἄλλα πάντα τὴν ἐντὸσ Ἄλπεων καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν μετὰ δυεῖν ταγμάτων αὐτῷ δοθῆναι, μέχρι οὗ τὴν δευτέραν ὑπατείαν μέτεισι, καὶ Κικέρων ὁ ῥήτωρ ἄρτι παρὼν ἐκ Κιλικίασ καὶ διαλλαγὰσ πράττων ἐμάλαττε τὸν Πομπήϊον, ὁ δὲ τἆλλα συγχωρῶν τοὺσ στρατιώτασ ἀφῄρει. (Plutarch, Caesar, chapter 31 1:1)
  • ἀλλ’ ὅταν τισ ἀναισχυντῇ περιπλέκων τε καὶ μήπω καταπεπτωκέναι συγχωρῶν, ὅμοιοσ ἔσται τοῖσ ἰδιώταισ τῶν παλαιστῶν, οἳ καταβληθέντεσ ὑπὸ τῶν παλαιστρικῶν καὶ κατὰ τῆσ γῆσ ὕπτιοι κείμενοι τοσούτου δέουσι τὸ πτῶμα γνωρίζειν, ὥστε καὶ κρατοῦσι τῶν αὐχένων αὐτοὺσ τοὺσ καταβαλόντασ οὐκ ἐῶντεσ ἀπαλλάττεσθαι, κἀν τούτῳ νικᾶν ὑπολαμβάνουσι. (Galen, On the Natural Faculties., B, section 219)
  • οὐκ ὀρθῶσ τὰ τοιαῦτα συγχωρῶν οὐδ’ ἀξίωσ ἑαυτοῦ· (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 24 7:1)

Synonyms

  1. to come together

  2. to concede

  3. to concede or grant

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION