헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγχωρέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγχωρέω συγχωρήσομαι

형태분석: συγ (접두사) + χωρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 함께 오다, 만나다
  2. 담합하다, 공모하다, 결탁하다
  3. 동의하다, 일치하다, 합의하다, 찬성하다, 승낙하다
  4. 양보하다, 인정하다, 굴복하다
  5. 수여하다, 증여하다
  1. to come together, meet, to meet
  2. to make way, give place, yield or defer to, to make concessions to, about, to be in collusion with, connive at, to come to terms
  3. to accede or agree, assent to, acquiesce in, to agree, acquiesce, consent, assent, a yielding, unexacting temper
  4. to concede, give up, yield
  5. to concede or grant, to grant that

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχώρω

(나는) 함께 온다

συγχώρεις

(너는) 함께 온다

συγχώρει

(그는) 함께 온다

쌍수 συγχώρειτον

(너희 둘은) 함께 온다

συγχώρειτον

(그 둘은) 함께 온다

복수 συγχώρουμεν

(우리는) 함께 온다

συγχώρειτε

(너희는) 함께 온다

συγχώρουσιν*

(그들은) 함께 온다

접속법단수 συγχώρω

(나는) 함께 오자

συγχώρῃς

(너는) 함께 오자

συγχώρῃ

(그는) 함께 오자

쌍수 συγχώρητον

(너희 둘은) 함께 오자

συγχώρητον

(그 둘은) 함께 오자

복수 συγχώρωμεν

(우리는) 함께 오자

συγχώρητε

(너희는) 함께 오자

συγχώρωσιν*

(그들은) 함께 오자

기원법단수 συγχώροιμι

(나는) 함께 오기를 (바라다)

συγχώροις

(너는) 함께 오기를 (바라다)

συγχώροι

(그는) 함께 오기를 (바라다)

쌍수 συγχώροιτον

(너희 둘은) 함께 오기를 (바라다)

συγχωροίτην

(그 둘은) 함께 오기를 (바라다)

복수 συγχώροιμεν

(우리는) 함께 오기를 (바라다)

συγχώροιτε

(너희는) 함께 오기를 (바라다)

συγχώροιεν

(그들은) 함께 오기를 (바라다)

명령법단수 συγχῶρει

(너는) 함께 와라

συγχωρεῖτω

(그는) 함께 와라

쌍수 συγχώρειτον

(너희 둘은) 함께 와라

συγχωρεῖτων

(그 둘은) 함께 와라

복수 συγχώρειτε

(너희는) 함께 와라

συγχωροῦντων, συγχωρεῖτωσαν

(그들은) 함께 와라

부정사 συγχώρειν

함께 오는 것

분사 남성여성중성
συγχωρων

συγχωρουντος

συγχωρουσα

συγχωρουσης

συγχωρουν

συγχωρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχώρουμαι

συγχώρει, συγχώρῃ

συγχώρειται

쌍수 συγχώρεισθον

συγχώρεισθον

복수 συγχωροῦμεθα

συγχώρεισθε

συγχώρουνται

접속법단수 συγχώρωμαι

συγχώρῃ

συγχώρηται

쌍수 συγχώρησθον

συγχώρησθον

복수 συγχωρώμεθα

συγχώρησθε

συγχώρωνται

기원법단수 συγχωροίμην

συγχώροιο

συγχώροιτο

쌍수 συγχώροισθον

συγχωροίσθην

복수 συγχωροίμεθα

συγχώροισθε

συγχώροιντο

명령법단수 συγχώρου

συγχωρεῖσθω

쌍수 συγχώρεισθον

συγχωρεῖσθων

복수 συγχώρεισθε

συγχωρεῖσθων, συγχωρεῖσθωσαν

부정사 συγχώρεισθαι

분사 남성여성중성
συγχωρουμενος

συγχωρουμενου

συγχωρουμενη

συγχωρουμενης

συγχωρουμενον

συγχωρουμενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγχωρήσομαι

(나는) 함께 오겠다

συγχωρήσει, συγχωρήσῃ

(너는) 함께 오겠다

συγχωρήσεται

(그는) 함께 오겠다

쌍수 συγχωρήσεσθον

(너희 둘은) 함께 오겠다

συγχωρήσεσθον

(그 둘은) 함께 오겠다

복수 συγχωρησόμεθα

(우리는) 함께 오겠다

συγχωρήσεσθε

(너희는) 함께 오겠다

συγχωρήσονται

(그들은) 함께 오겠다

기원법단수 συγχωρησοίμην

(나는) 함께 오겠기를 (바라다)

συγχωρήσοιο

(너는) 함께 오겠기를 (바라다)

συγχωρήσοιτο

(그는) 함께 오겠기를 (바라다)

쌍수 συγχωρήσοισθον

(너희 둘은) 함께 오겠기를 (바라다)

συγχωρησοίσθην

(그 둘은) 함께 오겠기를 (바라다)

복수 συγχωρησοίμεθα

(우리는) 함께 오겠기를 (바라다)

συγχωρήσοισθε

(너희는) 함께 오겠기를 (바라다)

συγχωρήσοιντο

(그들은) 함께 오겠기를 (바라다)

부정사 συγχωρήσεσθαι

함께 올 것

분사 남성여성중성
συγχωρησομενος

συγχωρησομενου

συγχωρησομενη

συγχωρησομενης

συγχωρησομενον

συγχωρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεχῶρουν

(나는) 함께 오고 있었다

συνεχῶρεις

(너는) 함께 오고 있었다

συνεχῶρειν*

(그는) 함께 오고 있었다

쌍수 συνεχώρειτον

(너희 둘은) 함께 오고 있었다

συνεχωρεῖτην

(그 둘은) 함께 오고 있었다

복수 συνεχώρουμεν

(우리는) 함께 오고 있었다

συνεχώρειτε

(너희는) 함께 오고 있었다

συνεχῶρουν

(그들은) 함께 오고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συνεχωροῦμην

συνεχώρου

συνεχώρειτο

쌍수 συνεχώρεισθον

συνεχωρεῖσθην

복수 συνεχωροῦμεθα

συνεχώρεισθε

συνεχώρουντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Φύλαρχοσ δ’ ἐν τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν Ἱστοριῶν εἰπὼν ὅτι παρὰ Συρακοσίοισ νόμοσ ἦν τὰσ γυναῖκασ μὴ κοσμεῖσθαι χρυσῷ μηδ’ ἀνθινὰ φορεῖν μηδ’ ἐσθῆτασ ἔχειν πορφυρᾶσ ἐχούσασ παρυφάσ ἐὰν μή τισ αὐτῶν συγχωρῇ ἑταίρα εἶναι κοινή, καὶ ὅτι ἄλλοσ ἦν νόμοσ τὸν ἄνδρα μὴ καλλωπίζεσθαι μηδ’ ἐσθῆτι περιέργῳ χρῆσθαι καὶ διαλλαττούσῃ, ἐὰν μὴ ὁμολογῇ μοιχεύειν ἢ κίναιδοσ εἶναι, καὶ τὴν ἐλευθέραν μὴ ἐκπορεύεσθαι ἡλίου δεδυκότοσ, ἐὰν μὴ μοιχευθησομένην ἐκωλύετο δὲ καὶ ἡμέρασ ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσησ αὐτῇ μιᾶσ θεραπαινίδοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 201)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 12, book 12, chapter 201)

  • ἐξ ἁπάντων ἄρα ἀπὸ Πρωταγόρου ἀρξαμένων ἀμφισβητήσεται, μᾶλλον δὲ ὑπό γε ἐκείνου ὁμολογήσεται, ὅταν τῷ τἀναντία λέγοντι συγχωρῇ ἀληθῆ αὐτὸν δοξάζειν, τότε καὶ ὁ Πρωταγόρασ αὐτὸσ συγχωρήσεται μήτε κύνα μήτε τὸν ἐπιτυχόντα ἄνθρωπον μέτρον εἶναι μηδὲ περὶ ἑνὸσ οὗ ἂν μὴ μάθῃ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 178:7)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 178:7)

  • καὶ Ὅμηροσ ὁμοίωσ τοῖσ ἄλλοισ σοφοῖσ τε καὶ ἀληθέσιν ἀνδράσιν, ὡσ οὐδείσ ποτε πονηρὸσ καὶ ἀκόλαστοσ καὶ φιλοχρήματοσ οὔτε αὐτὸσ ἑαυτοῦ γενέσθαι δυνατὸσ ἄρχων οὐδ’ ἐγκρατὴσ οὔτε τῶν ἄλλων οὐδενόσ, οὐδ’ ἔσται ποτὲ ἐκεῖνοσ βασιλεύσ, οὐδ’ ἂν πάντεσ φῶσιν Ἕλληνεσ καὶ βάρβαροι καὶ ἄνδρεσ καὶ γυναῖκεσ, καὶ μὴ μόνον ἄνθρωποι θαυμάζωσιν αὐτὸν καὶ ὑπακούωσιν, ἀλλ’ οἵ τε ὄρνιθεσ πετόμενοι καὶ τὰ θηρία ἐν τοῖσ ὄρεσι μηδὲν ἧττον τῶν ἀνθρώπων συγχωρῇ τε καὶ ποιῇ τὸ προσταττόμενον. (Dio, Chrysostom, Orationes, 17:1)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 17:1)

  • ὥσ γ’ ἐὰν μὴ συγχωρῇ τοῖσ ἀξιουμένοισ, οὐδετέρῳ τῆσ ἀσφαλείασ ὑπαρχούσησ· (Polybius, Histories, book 11, vi. res asiae 4:1)

    (폴리비오스, Histories, book 11, vi. res asiae 4:1)

  • ταῦτα δὲ παρασκευαζόμενοσ ἅμα διεπέμπετο πρὸσ τὸν Σόφακα, πυνθανόμενοσ, ἐὰν συγχωρῇ τοῖσ παρακαλουμένοισ, εἰ καὶ τοῖσ Καρχηδονίοισ ἔσται ταῦτα κατὰ νοῦν καὶ μὴ πάλιν ἐκεῖνοι φήσουσι βουλεύσεσθαι περὶ τῶν συγχωρουμένων. (Polybius, Histories, book 14, chapter 2 5:1)

    (폴리비오스, Histories, book 14, chapter 2 5:1)

유의어

  1. 함께 오다

  2. 양보하다

  3. 수여하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION