- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρατηλάτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: stratēlatēs 고전 발음: [라뗄:라떼:] 신약 발음: [라뗄라떼]

기본형: στρατηλάτης στρατηλάτου

형태분석: στρατηλατ (어간) + ης (어미)

어원: ἐλαύνω

  1. 지휘관, 장군, 사령관, 전체적
  1. a leader of an army, a general, commander

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στρατηλάτης

지휘관이

στρατηλάτα

지휘관들이

στρατηλάται

지휘관들이

속격 στρατηλάτου

지휘관의

στρατηλάταιν

지휘관들의

στρατηλατῶν

지휘관들의

여격 στρατηλάτῃ

지휘관에게

στρατηλάταιν

지휘관들에게

στρατηλάταις

지휘관들에게

대격 στρατηλάτην

지휘관을

στρατηλάτα

지휘관들을

στρατηλάτας

지휘관들을

호격 στρατηλάτα

지휘관아

στρατηλάτα

지휘관들아

στρατηλάται

지휘관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸν μὲν στρατηλάτην αὐτὸν ἐφ ἁρ´ματος ὀχεῖσθαι παρδάλεων ὑπεζευγμένων, ἀγένειον ἀκριβῶς, οὐδ ἐπ ὀλίγον τὴν παρειὰν χνοῶντα, κερασφόρον, βοτρύοις ἐστεφανωμένον, μίτρᾳ τὴν κόμην ἀναδεδεμένον, ἐν πορφυρίδι καὶ χρυσῇ ἐμβάδι: (Lucian, (no name) 2:1)

    (루키아노스, (no name) 2:1)

  • ἐπεὶ δὲ ἤγγελτο πυρπολῶν ὁ θεὸς ἤδη τὴν χώραν καὶ πόλεις αὐτάνδρους καταφλέγων καὶ ἀνάπτων τὰς ὕλας καὶ ἐν βραχεῖ πᾶσαν τὴν Ἰνδικὴν φλογὸς ἐμπεπληκώς - ὅπλον γάρ τι Διονυσιακὸν τὸ πῦρ, πατρῷον αὐτῷ κἀκ τοῦ κεραυνοῦ - ἐνταῦθα ἤδη σπουδῇ ἀνελάμβανον τὰ ὅπλα καὶ τοὺς ἐλέφαντας ἐπισάξαντες καὶ ἐγχαλινώσαντες καὶ τοὺς πύργους ἀναθέμενοι ἐπ αὐτοὺς ἀντεπεξῄεσαν, καταφρονοῦντες μὲν καὶ τότε, ὀργιζόμενοι δὲ ὅμως καὶ συντρῖψαι σπεύδοντες αὐτῷ στρατοπέδῳ τὸν ἀγένειον ἐκεῖνον στρατηλάτην. (Lucian, (no name) 3:2)

    (루키아노스, (no name) 3:2)

  • ἄνδρ εἶχες οὐ κακίον Αἰγίσθου πόσιν, ὃν Ἑλλὰς αὑτῆς εἵλετο στρατηλάτην: (Euripides, episode, anapests 4:12)

    (에우리피데스, episode, anapests 4:12)

  • νοῦν χρὴ τὸν στρατηλάτην ἔχειν: (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 1:18)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 1:18)

  • μισῶν δὲ μητέρ ἐνδίκως ἀπώλεσα, ἥτις μεθ ὅπλων ἄνδρ ἀπόντ ἐκ δωμάτων πάσης ὑπὲρ γῆς Ἑλλάδος στρατηλάτην προύδωκε κοὐκ ἔσῳς ἀκήρατον λέχος: (Euripides, episode, iambic 12:4)

    (에우리피데스, episode, iambic 12:4)

유의어

  1. 지휘관

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION