헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρατηλάτης

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στρατηλάτης στρατηλάτου

형태분석: στρατηλατ (어간) + ης (어미)

어원: e)lau/nw

  1. 지휘관, 장군, 사령관, 전체적
  1. a leader of an army, a general, commander

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στρατηλάτης

지휘관이

στρατηλάτᾱ

지휘관들이

στρατηλάται

지휘관들이

속격 στρατηλάτου

지휘관의

στρατηλάταιν

지휘관들의

στρατηλατῶν

지휘관들의

여격 στρατηλάτῃ

지휘관에게

στρατηλάταιν

지휘관들에게

στρατηλάταις

지휘관들에게

대격 στρατηλάτην

지휘관을

στρατηλάτᾱ

지휘관들을

στρατηλάτᾱς

지휘관들을

호격 στρατηλάτα

지휘관아

στρατηλάτᾱ

지휘관들아

στρατηλάται

지휘관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ χαλκέοισ σῶμ’ ἐκοσμήσανθ’ ὅπλοισ οἱ τοῦ γέροντοσ Οἰδίπου νεανίαι, ἔστησαν ἐλθόντ’ ἐσ μέσον μεταίχμιον δισσὼ στρατηγὼ καὶ διπλὼ στρατηλάτα ὡσ εἰσ ἀγῶνα μονομάχου τ’ ἀλκὴν δορόσ. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric8)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode, lyric8)

유의어

  1. 지휘관

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION