헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στεναγμός

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στεναγμός στεναγμοῦ

형태분석: στεναγμ (어간) + ος (어미)

  1. 신음, 울음
  1. a sighing, groaning, moaning

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στεναγμός

신음이

στεναγμώ

신음들이

στεναγμοί

신음들이

속격 στεναγμοῦ

신음의

στεναγμοῖν

신음들의

στεναγμῶν

신음들의

여격 στεναγμῷ

신음에게

στεναγμοῖν

신음들에게

στεναγμοῖς

신음들에게

대격 στεναγμόν

신음을

στεναγμώ

신음들을

στεναγμούς

신음들을

호격 στεναγμέ

신음아

στεναγμώ

신음들아

στεναγμοί

신음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ὅτι ἤγειρε Κύριοσ αὐτοῖσ κριτάσ, καὶ ἦν Κύριοσ μετὰ τοῦ κριτοῦ καὶ ἔσωσεν αὐτοὺσ ἐκ χειρὸσ ἐχθρῶν αὐτῶν πάσασ τὰσ ἡμέρασ τοῦ κριτοῦ, ὅτι παρεκλήθη Κύριοσ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἀπὸ προσώπου τῶν πολιορκούντων αὐτοὺσ καί ἐκθλιβόντων αὐτούσ. (Septuagint, Liber Iudicum 2:18)

    (70인역 성경, 판관기 2:18)

  • καὶ ἐβόησε φωνῇ μεγάλῃ μετὰ κλαυθμοῦ καὶ στεναγμοῦ καὶ βοῆσ ἰσχυρᾶσ καὶ διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Iudith 14:16)

    (70인역 성경, 유딧기 14:16)

  • ἀπὸ τῆσ ταλαιπωρίασ τῶν πτωχῶν καὶ ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων, νῦν ἀναστήσομαι, λέγει Κύριοσ. θήσομαι ἐν σωτηρίῳ, παῤῥησιάσομαι ἐν αὐτῷ. (Septuagint, Liber Psalmorum 11:6)

    (70인역 성경, 시편 11:6)

  • ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕωσ σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆσ καρδίασ μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 37:9)

    (70인역 성경, 시편 37:9)

  • ἀπὸ φωνῆσ τοῦ στεναγμοῦ μου ἐκολλήθη τὸ ὀστοῦν μου τῇ σαρκί μου. (Septuagint, Liber Psalmorum 101:6)

    (70인역 성경, 시편 101:6)

유의어

  1. 신음

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION