σκότιος
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
σκότιος
σκότιᾱ
σκότιον
Structure:
σκοτι
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- dark
- in the dark, darkling, clandestine
- dark
- dark, obscure
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὔκ, ἀλλὰ λέκτρων σκότια νυμφευτήρια. (Euripides, The Trojan Women, episode, lyric13)
- σὺν ἀλαλαῖσι δ’ αἰὲν αἰαγμάτων σκότια κρύπτεται. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 2:2)
- τάλαιν’ ἐγὼ <σῶν> συγγόνου θ’ ὑβρισμάτων, ὃσ ἐκ δόμων νέκυσ ἄθαπτοσ οἴχεται μέλεοσ, ὅν, εἴ με καὶ θανεῖν, πάτερ, χρεών, σκότια γᾷ καλύψω. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 1:3)
- καὶ ἐν Ναννίῳ εἰ Εὐβούλου τὸ δρᾶμα καὶ μὴ Φιλίππου, φησὶν ὅστισ λέχη γὰρ σκότια νυμφεύει λάθρᾳ, πῶσ οὐχὶ πάντων ἐστὶν ἀθλιώτατοσ; (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 24 1:6)
- ἔμφασίσ ἐστιν ἀνακλῶντοσ ἐπ’ ἄλλα τὴν διάνοιαν, ὡσ ὑποδηλοῦσιν αἵ τε θυσίαι τὸ πένθιμον ἔχουσαι καὶ σκυθρωπὸν ἐμφαινόμενον, αἵ τε τῶν ναῶν διαθέσεισ πῆ μὲν ἀνειμένων εἰσ πτερὰ καὶ δρόμουσ ὑπαιθρίουσ καὶ καθαρούσ, πῆ δὲ κρυπτὰ καὶ σκότια κατὰ γῆσ ἐχόντων στολιστήρια Θηβαίοισ ἐοικότα καὶ σηκοῖσ· (Plutarch, De Iside et Osiride, section 20 6:1)
- τάξιν ἔθετο σκότει, καὶ πᾶν πέρασ αὐτὸσ ἐξακριβάζεται, λίθοσ σκοτία καὶ σκιὰ θανάτου. (Septuagint, Liber Iob 28:3)
- διὰ τοῦτο νὺξ ὑμῖν ἔσται ἐξ ὁράσεωσ, καὶ σκοτία ἔσται ὑμῖν ἐκ μαντείασ, καὶ δύσεται ὁ ἥλιοσ ἐπὶ τοὺσ προφήτασ, καὶ συσκοτάσει ἐπ̓ αὐτοὺσ ἡ ἡμέρα. (Septuagint, Prophetia Michaeae 3:6)
- βουλεύου, ποίει τε σκέπην πένθουσ αὐτῇ διὰ παντόσ. ἐν μεσημβρινῇ σκοτίᾳ φεύγουσιν, ἐξέστησαν, μὴ ἀπαχθῇσ. (Septuagint, Liber Isaiae 16:3)
- ὦ στεροπὰ Διόσ, ὦ σκοτία νύξ, τί ποτ’ αἴρομαι ἔννυχοσ οὕτω δείμασι, φάσμασιν; (Euripides, Hecuba, choral, anapests 1:1)
Synonyms
-
dark
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοταῖος (in the dark)
- σκοτόεις (dark)
- μαυρός (dark)
- σκοτώδης (dark)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- κυανωπός (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- σκιερός (dark-coloured)
- περκνός (dark coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
dark
- σκοτώδης (dark)
- σκοτόεις (dark)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- σκοταῖος (in the dark)
- μαυρός (dark)
- σκοτοειδής (dark-looking)
- κυανωπός (dark-looking)
- ἀμαυρόβιος (living in darkness)
- μελαμπέταλος (dark-leaved)
- μελάμφυλλος (dark-leaved, dark with leaves)
- κυανόθριξ (dark-haired)
- ἰοβόστρυχος (dark-haired)
- περκνός (dark coloured)
- σκιερός (dark-coloured)
- καρύκινος (dark-red)
- μέλας (dark, black)
- μελάγχιμος (black, dark)
- Κρόνιος (of the dark ages)
- ἐπίπερκνος (somewhat dark)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- σκοταῖος (dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- κυανόστολος (dark-robed)
- κυανοβλέφαρος (dark-eyed)
- κυανώπης (dark-eyed)
- μελαναυγής (dark-gleaming)
- κυαναυγής (dark-gleaming)
- κυανόπεπλος (dark-veiled)
- κυάνεος (dark-blue)
- ἐρεβεννός (dark, gloomy)
- αἰνιγματώδης (riddling, dark)
- κυανόφρυς (dark-browed)
- σκνιπαῖος (dark, in the twilight)
- ἐπίσκοτος (in the dark, darkened)
- κνεφαῖος (dark, dusky)
-
dark
- σκοταῖος (dark, obscure)
- ψεφηνός (dark, obscure)
- σκοτεινός (dark, obscure)
- μέλας ( dark, obscure)
- ἐπίσκιος (shaded, dark, obscure)
- ἄφαντος (obscure)
- ἀλαμπής (obscure)
- ἐρεμνός (black, swart, dark)
- μαυρός (dark)
- σκοταῖος (in the dark)
- σκοτεινός (dark, the darkness)
- ἀμαυρός (dark)
- σκοτόεις (dark)
- σκοτώδης (dark)
- ἀτέκμαρτος (not to be guessed, obscure, baffling)