Ancient Greek-English Dictionary Language

ἰχθυβόλος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἰχθυβόλος ἰχθυβόλον

Structure: ἰχθυβολ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: ba/llw

Sense

  1. striking fish
  2. a fisher, angler
  3. of speared fish

Examples

  • καλοῦνται δὲ καὶ μέχρι νῦν τινεσ αὐτῶν Χοίρακοι καὶ Ἀμνοὶ καὶ Ἀρτυσίλεῳ καὶ Σήσαμοι καὶ Ἀρτυσίτραγοι καὶ Κρεωκόροι καὶ Ἰχθυβόλοι, τῶν δὲ γυναικῶν Κυμινάνθαι, κοινῇ δὲ πάντεσ Ἐλεοδύται διὰ τὸ τοῖσ ἐλεοῖσ ὑποδύεσθαι διακονοῦντεσ ἐν ταῖσ θοίναισ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 73 1:1)
  • σύ τ’, ὦ Διογενὲσ φιλόμαχον κράτοσ, ῥυσίπολισ γενοῦ, Παλλάσ, ὅ θ’ ἵππιοσ ποντομέδων ἄναξ ἰχθυβόλῳ Ποσειδάων μαχανᾷ, ἐπίλυσιν φόβων, ἐπίλυσιν δίδου. (Aeschylus, Seven Against Thebes, choral, antistrophe 11)
  • βαιὸσ ἰδεῖν ὁ Πρίηποσ ἐπαιγιαλίτιδα ναίω χηλήν, αἰθυίασ οὔποτε % ἀντιβίασ,1 φοξόσ, ἄπουσ, οἱο͂́ν κεν ἐρημαίῃσιν ἐπ’ ἀκταῖσ ξέσσειαν μογερῶν υἱέεσ ἰχθυβόλων. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 81)
  • Ἀκταίην παρὰ θῖνα διαυγέοσ ἔνδοθεν ἅλμασ ἰχθύα πουλυπόδην ἔδρακεν ἰχθυβόλοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2271)
  • ἁγνὸν ἀπ’ ἰχθυβόλου θήρασ τόδε· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 242)
  • ἦ ῥά τισ ἦσθα ἔμποροσ, ἢ τυφλοῦ κύματοσ ἰχθυβόλοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 4002)

Synonyms

  1. striking fish

  2. of speared fish

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION