헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκήπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκήπτω σκήψω ἔσκηψα ἔσκηφα ἔσκημμαι ἐσκήφθην

형태분석: σκήπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 머무르다, 남다, 묵다, 받다, 투숙하다
  1. to prop, stay, press one thing against or upon another, (medium, passive voice) to prop oneself or lean upon a staff
  2. (with accusative) to put forward by way of support, allege by way of excuse

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκήπτω

(나는) 머무른다

σκήπτεις

(너는) 머무른다

σκήπτει

(그는) 머무른다

쌍수 σκήπτετον

(너희 둘은) 머무른다

σκήπτετον

(그 둘은) 머무른다

복수 σκήπτομεν

(우리는) 머무른다

σκήπτετε

(너희는) 머무른다

σκήπτουσιν*

(그들은) 머무른다

접속법단수 σκήπτω

(나는) 머무르자

σκήπτῃς

(너는) 머무르자

σκήπτῃ

(그는) 머무르자

쌍수 σκήπτητον

(너희 둘은) 머무르자

σκήπτητον

(그 둘은) 머무르자

복수 σκήπτωμεν

(우리는) 머무르자

σκήπτητε

(너희는) 머무르자

σκήπτωσιν*

(그들은) 머무르자

기원법단수 σκήπτοιμι

(나는) 머무르기를 (바라다)

σκήπτοις

(너는) 머무르기를 (바라다)

σκήπτοι

(그는) 머무르기를 (바라다)

쌍수 σκήπτοιτον

(너희 둘은) 머무르기를 (바라다)

σκηπτοίτην

(그 둘은) 머무르기를 (바라다)

복수 σκήπτοιμεν

(우리는) 머무르기를 (바라다)

σκήπτοιτε

(너희는) 머무르기를 (바라다)

σκήπτοιεν

(그들은) 머무르기를 (바라다)

명령법단수 σκήπτε

(너는) 머물러라

σκηπτέτω

(그는) 머물러라

쌍수 σκήπτετον

(너희 둘은) 머물러라

σκηπτέτων

(그 둘은) 머물러라

복수 σκήπτετε

(너희는) 머물러라

σκηπτόντων, σκηπτέτωσαν

(그들은) 머물러라

부정사 σκήπτειν

머무르는 것

분사 남성여성중성
σκηπτων

σκηπτοντος

σκηπτουσα

σκηπτουσης

σκηπτον

σκηπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκήπτομαι

(나는) 머물러진다

σκήπτει, σκήπτῃ

(너는) 머물러진다

σκήπτεται

(그는) 머물러진다

쌍수 σκήπτεσθον

(너희 둘은) 머물러진다

σκήπτεσθον

(그 둘은) 머물러진다

복수 σκηπτόμεθα

(우리는) 머물러진다

σκήπτεσθε

(너희는) 머물러진다

σκήπτονται

(그들은) 머물러진다

접속법단수 σκήπτωμαι

(나는) 머물러지자

σκήπτῃ

(너는) 머물러지자

σκήπτηται

(그는) 머물러지자

쌍수 σκήπτησθον

(너희 둘은) 머물러지자

σκήπτησθον

(그 둘은) 머물러지자

복수 σκηπτώμεθα

(우리는) 머물러지자

σκήπτησθε

(너희는) 머물러지자

σκήπτωνται

(그들은) 머물러지자

기원법단수 σκηπτοίμην

(나는) 머물러지기를 (바라다)

σκήπτοιο

(너는) 머물러지기를 (바라다)

σκήπτοιτο

(그는) 머물러지기를 (바라다)

쌍수 σκήπτοισθον

(너희 둘은) 머물러지기를 (바라다)

σκηπτοίσθην

(그 둘은) 머물러지기를 (바라다)

복수 σκηπτοίμεθα

(우리는) 머물러지기를 (바라다)

σκήπτοισθε

(너희는) 머물러지기를 (바라다)

σκήπτοιντο

(그들은) 머물러지기를 (바라다)

명령법단수 σκήπτου

(너는) 머물러져라

σκηπτέσθω

(그는) 머물러져라

쌍수 σκήπτεσθον

(너희 둘은) 머물러져라

σκηπτέσθων

(그 둘은) 머물러져라

복수 σκήπτεσθε

(너희는) 머물러져라

σκηπτέσθων, σκηπτέσθωσαν

(그들은) 머물러져라

부정사 σκήπτεσθαι

머물러지는 것

분사 남성여성중성
σκηπτομενος

σκηπτομενου

σκηπτομενη

σκηπτομενης

σκηπτομενον

σκηπτομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκήψω

(나는) 머무르겠다

σκήψεις

(너는) 머무르겠다

σκήψει

(그는) 머무르겠다

쌍수 σκήψετον

(너희 둘은) 머무르겠다

σκήψετον

(그 둘은) 머무르겠다

복수 σκήψομεν

(우리는) 머무르겠다

σκήψετε

(너희는) 머무르겠다

σκήψουσιν*

(그들은) 머무르겠다

기원법단수 σκήψοιμι

(나는) 머무르겠기를 (바라다)

σκήψοις

(너는) 머무르겠기를 (바라다)

σκήψοι

(그는) 머무르겠기를 (바라다)

쌍수 σκήψοιτον

(너희 둘은) 머무르겠기를 (바라다)

σκηψοίτην

(그 둘은) 머무르겠기를 (바라다)

복수 σκήψοιμεν

(우리는) 머무르겠기를 (바라다)

σκήψοιτε

(너희는) 머무르겠기를 (바라다)

σκήψοιεν

(그들은) 머무르겠기를 (바라다)

부정사 σκήψειν

머무를 것

분사 남성여성중성
σκηψων

σκηψοντος

σκηψουσα

σκηψουσης

σκηψον

σκηψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκήψομαι

(나는) 머물러지겠다

σκήψει, σκήψῃ

(너는) 머물러지겠다

σκήψεται

(그는) 머물러지겠다

쌍수 σκήψεσθον

(너희 둘은) 머물러지겠다

σκήψεσθον

(그 둘은) 머물러지겠다

복수 σκηψόμεθα

(우리는) 머물러지겠다

σκήψεσθε

(너희는) 머물러지겠다

σκήψονται

(그들은) 머물러지겠다

기원법단수 σκηψοίμην

(나는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκήψοιο

(너는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκήψοιτο

(그는) 머물러지겠기를 (바라다)

쌍수 σκήψοισθον

(너희 둘은) 머물러지겠기를 (바라다)

σκηψοίσθην

(그 둘은) 머물러지겠기를 (바라다)

복수 σκηψοίμεθα

(우리는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκήψοισθε

(너희는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκήψοιντο

(그들은) 머물러지겠기를 (바라다)

부정사 σκήψεσθαι

머물러질 것

분사 남성여성중성
σκηψομενος

σκηψομενου

σκηψομενη

σκηψομενης

σκηψομενον

σκηψομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σκηφθήσομαι

(나는) 머물러지겠다

σκηφθήσῃ

(너는) 머물러지겠다

σκηφθήσεται

(그는) 머물러지겠다

쌍수 σκηφθήσεσθον

(너희 둘은) 머물러지겠다

σκηφθήσεσθον

(그 둘은) 머물러지겠다

복수 σκηφθησόμεθα

(우리는) 머물러지겠다

σκηφθήσεσθε

(너희는) 머물러지겠다

σκηφθήσονται

(그들은) 머물러지겠다

기원법단수 σκηφθησοίμην

(나는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκηφθήσοιο

(너는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκηφθήσοιτο

(그는) 머물러지겠기를 (바라다)

쌍수 σκηφθήσοισθον

(너희 둘은) 머물러지겠기를 (바라다)

σκηφθησοίσθην

(그 둘은) 머물러지겠기를 (바라다)

복수 σκηφθησοίμεθα

(우리는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκηφθήσοισθε

(너희는) 머물러지겠기를 (바라다)

σκηφθήσοιντο

(그들은) 머물러지겠기를 (바라다)

부정사 σκηφθήσεσθαι

머물러질 것

분사 남성여성중성
σκηφθησομενος

σκηφθησομενου

σκηφθησομενη

σκηφθησομενης

σκηφθησομενον

σκηφθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σκηπτον

(나는) 머무르고 있었다

έ̓σκηπτες

(너는) 머무르고 있었다

έ̓σκηπτεν*

(그는) 머무르고 있었다

쌍수 ἐσκήπτετον

(너희 둘은) 머무르고 있었다

ἐσκηπτέτην

(그 둘은) 머무르고 있었다

복수 ἐσκήπτομεν

(우리는) 머무르고 있었다

ἐσκήπτετε

(너희는) 머무르고 있었다

έ̓σκηπτον

(그들은) 머무르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκηπτόμην

(나는) 머물러지고 있었다

ἐσκήπτου

(너는) 머물러지고 있었다

ἐσκήπτετο

(그는) 머물러지고 있었다

쌍수 ἐσκήπτεσθον

(너희 둘은) 머물러지고 있었다

ἐσκηπτέσθην

(그 둘은) 머물러지고 있었다

복수 ἐσκηπτόμεθα

(우리는) 머물러지고 있었다

ἐσκήπτεσθε

(너희는) 머물러지고 있었다

ἐσκήπτοντο

(그들은) 머물러지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σκηψα

(나는) 머물렀다

έ̓σκηψας

(너는) 머물렀다

έ̓σκηψεν*

(그는) 머물렀다

쌍수 ἐσκήψατον

(너희 둘은) 머물렀다

ἐσκηψάτην

(그 둘은) 머물렀다

복수 ἐσκήψαμεν

(우리는) 머물렀다

ἐσκήψατε

(너희는) 머물렀다

έ̓σκηψαν

(그들은) 머물렀다

접속법단수 σκήψω

(나는) 머물렀자

σκήψῃς

(너는) 머물렀자

σκήψῃ

(그는) 머물렀자

쌍수 σκήψητον

(너희 둘은) 머물렀자

σκήψητον

(그 둘은) 머물렀자

복수 σκήψωμεν

(우리는) 머물렀자

σκήψητε

(너희는) 머물렀자

σκήψωσιν*

(그들은) 머물렀자

기원법단수 σκήψαιμι

(나는) 머물렀기를 (바라다)

σκήψαις

(너는) 머물렀기를 (바라다)

σκήψαι

(그는) 머물렀기를 (바라다)

쌍수 σκήψαιτον

(너희 둘은) 머물렀기를 (바라다)

σκηψαίτην

(그 둘은) 머물렀기를 (바라다)

복수 σκήψαιμεν

(우리는) 머물렀기를 (바라다)

σκήψαιτε

(너희는) 머물렀기를 (바라다)

σκήψαιεν

(그들은) 머물렀기를 (바라다)

명령법단수 σκήψον

(너는) 머물렀어라

σκηψάτω

(그는) 머물렀어라

쌍수 σκήψατον

(너희 둘은) 머물렀어라

σκηψάτων

(그 둘은) 머물렀어라

복수 σκήψατε

(너희는) 머물렀어라

σκηψάντων

(그들은) 머물렀어라

부정사 σκήψαι

머물렀는 것

분사 남성여성중성
σκηψᾱς

σκηψαντος

σκηψᾱσα

σκηψᾱσης

σκηψαν

σκηψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκηψάμην

(나는) 머물러졌다

ἐσκήψω

(너는) 머물러졌다

ἐσκήψατο

(그는) 머물러졌다

쌍수 ἐσκήψασθον

(너희 둘은) 머물러졌다

ἐσκηψάσθην

(그 둘은) 머물러졌다

복수 ἐσκηψάμεθα

(우리는) 머물러졌다

ἐσκήψασθε

(너희는) 머물러졌다

ἐσκήψαντο

(그들은) 머물러졌다

접속법단수 σκήψωμαι

(나는) 머물러졌자

σκήψῃ

(너는) 머물러졌자

σκήψηται

(그는) 머물러졌자

쌍수 σκήψησθον

(너희 둘은) 머물러졌자

σκήψησθον

(그 둘은) 머물러졌자

복수 σκηψώμεθα

(우리는) 머물러졌자

σκήψησθε

(너희는) 머물러졌자

σκήψωνται

(그들은) 머물러졌자

기원법단수 σκηψαίμην

(나는) 머물러졌기를 (바라다)

σκήψαιο

(너는) 머물러졌기를 (바라다)

σκήψαιτο

(그는) 머물러졌기를 (바라다)

쌍수 σκήψαισθον

(너희 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

σκηψαίσθην

(그 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

복수 σκηψαίμεθα

(우리는) 머물러졌기를 (바라다)

σκήψαισθε

(너희는) 머물러졌기를 (바라다)

σκήψαιντο

(그들은) 머물러졌기를 (바라다)

명령법단수 σκήψαι

(너는) 머물러졌어라

σκηψάσθω

(그는) 머물러졌어라

쌍수 σκήψασθον

(너희 둘은) 머물러졌어라

σκηψάσθων

(그 둘은) 머물러졌어라

복수 σκήψασθε

(너희는) 머물러졌어라

σκηψάσθων

(그들은) 머물러졌어라

부정사 σκήψεσθαι

머물러졌는 것

분사 남성여성중성
σκηψαμενος

σκηψαμενου

σκηψαμενη

σκηψαμενης

σκηψαμενον

σκηψαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσκήφθην

(나는) 머물러졌다

ἐσκήφθης

(너는) 머물러졌다

ἐσκήφθη

(그는) 머물러졌다

쌍수 ἐσκήφθητον

(너희 둘은) 머물러졌다

ἐσκηφθήτην

(그 둘은) 머물러졌다

복수 ἐσκήφθημεν

(우리는) 머물러졌다

ἐσκήφθητε

(너희는) 머물러졌다

ἐσκήφθησαν

(그들은) 머물러졌다

접속법단수 σκήφθω

(나는) 머물러졌자

σκήφθῃς

(너는) 머물러졌자

σκήφθῃ

(그는) 머물러졌자

쌍수 σκήφθητον

(너희 둘은) 머물러졌자

σκήφθητον

(그 둘은) 머물러졌자

복수 σκήφθωμεν

(우리는) 머물러졌자

σκήφθητε

(너희는) 머물러졌자

σκήφθωσιν*

(그들은) 머물러졌자

기원법단수 σκηφθείην

(나는) 머물러졌기를 (바라다)

σκηφθείης

(너는) 머물러졌기를 (바라다)

σκηφθείη

(그는) 머물러졌기를 (바라다)

쌍수 σκηφθείητον

(너희 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

σκηφθειήτην

(그 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

복수 σκηφθείημεν

(우리는) 머물러졌기를 (바라다)

σκηφθείητε

(너희는) 머물러졌기를 (바라다)

σκηφθείησαν

(그들은) 머물러졌기를 (바라다)

명령법단수 σκήφθητι

(너는) 머물러졌어라

σκηφθήτω

(그는) 머물러졌어라

쌍수 σκήφθητον

(너희 둘은) 머물러졌어라

σκηφθήτων

(그 둘은) 머물러졌어라

복수 σκήφθητε

(너희는) 머물러졌어라

σκηφθέντων

(그들은) 머물러졌어라

부정사 σκηφθῆναι

머물러졌는 것

분사 남성여성중성
σκηφθεις

σκηφθεντος

σκηφθεισα

σκηφθεισης

σκηφθεν

σκηφθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σκηφα

(나는) 머물렀다

έ̓σκηφας

(너는) 머물렀다

έ̓σκηφεν*

(그는) 머물렀다

쌍수 ἐσκήφατον

(너희 둘은) 머물렀다

ἐσκήφατον

(그 둘은) 머물렀다

복수 ἐσκήφαμεν

(우리는) 머물렀다

ἐσκήφατε

(너희는) 머물렀다

ἐσκήφᾱσιν*

(그들은) 머물렀다

접속법단수 ἐσκήφω

(나는) 머물렀자

ἐσκήφῃς

(너는) 머물렀자

ἐσκήφῃ

(그는) 머물렀자

쌍수 ἐσκήφητον

(너희 둘은) 머물렀자

ἐσκήφητον

(그 둘은) 머물렀자

복수 ἐσκήφωμεν

(우리는) 머물렀자

ἐσκήφητε

(너희는) 머물렀자

ἐσκήφωσιν*

(그들은) 머물렀자

기원법단수 ἐσκήφοιμι

(나는) 머물렀기를 (바라다)

ἐσκήφοις

(너는) 머물렀기를 (바라다)

ἐσκήφοι

(그는) 머물렀기를 (바라다)

쌍수 ἐσκήφοιτον

(너희 둘은) 머물렀기를 (바라다)

ἐσκηφοίτην

(그 둘은) 머물렀기를 (바라다)

복수 ἐσκήφοιμεν

(우리는) 머물렀기를 (바라다)

ἐσκήφοιτε

(너희는) 머물렀기를 (바라다)

ἐσκήφοιεν

(그들은) 머물렀기를 (바라다)

명령법단수 έ̓σκηφε

(너는) 머물렀어라

ἐσκηφέτω

(그는) 머물렀어라

쌍수 ἐσκήφετον

(너희 둘은) 머물렀어라

ἐσκηφέτων

(그 둘은) 머물렀어라

복수 ἐσκήφετε

(너희는) 머물렀어라

ἐσκηφόντων

(그들은) 머물렀어라

부정사 ἐσκηφέναι

머물렀는 것

분사 남성여성중성
ἐσκηφως

ἐσκηφοντος

ἐσκηφυῑα

ἐσκηφυῑᾱς

ἐσκηφον

ἐσκηφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ε͂̓σκημμαι

(나는) 머물러졌다

έ̓σκηψαι

(너는) 머물러졌다

έ̓σκηπται

(그는) 머물러졌다

쌍수 έ̓σκηφθον

(너희 둘은) 머물러졌다

έ̓σκηφθον

(그 둘은) 머물러졌다

복수 έ̓σκημμεθα

(우리는) 머물러졌다

έ̓σκηφθε

(너희는) 머물러졌다

ἐσκήφαται

(그들은) 머물러졌다

명령법단수 έ̓σκηψο

(너는) 머물러졌어라

ἐσκήφθω

(그는) 머물러졌어라

쌍수 έ̓σκηφθον

(너희 둘은) 머물러졌어라

ἐσκήφθων

(그 둘은) 머물러졌어라

복수 έ̓σκηφθε

(너희는) 머물러졌어라

ἐσκήφθων

(그들은) 머물러졌어라

부정사 έ̓σκηφθαι

머물러졌는 것

분사 남성여성중성
ἐσκημμενος

ἐσκημμενου

ἐσκημμενη

ἐσκημμενης

ἐσκημμενον

ἐσκημμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κύειν τε γὰρ ἐξ αὐτοῦ σκήπτεται ‐ ἱκανὸν δὲ καὶ τοῦτο βλᾶκα ἐραστὴν προσεκπυρῶσαι ‐ καὶ οὐκέτι ἐφοίτα πρὸσ αὐτόν, φυλάττεσθαι ὑπὸ τἀνδρὸσ λέγουσα πεπυσμένου τὸν ἔρωτα. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 15:3)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 15:3)

  • ἐπιμελεῖται δὲ καὶ τῶν ὀρφανῶν καὶ τῶν ἐπικλήρων, καὶ τῶν γυναικῶν ὅσαι ἂν τελευτήσαντοσ τοῦ ἀνδρὸσ σκήπτωνται κύειν. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 56 7:1)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 56 7:1)

  • ὁ γὰρ Μεσσήνην Λακεδαιμονίουσ ἀφιέναι κελεύων, πῶσ ἂν Ὀρχομενὸν καὶ Κορώνειαν τότε Θηβαίοισ παραδοὺσ τῷ δίκαια νομίζειν ταῦτ’ εἶναι πεποιηκέναι σκήψαιτο; (Demosthenes, Speeches, 16:3)

    (데모스테네스, Speeches, 16:3)

  • σὺ δ’ ἑνὶ σκήπτει μάρτυρι αὐτῷ τῷ συναδικοῦντι, καὶ οὔτε τὸν παῖδα τὸν ἡμέτερον παρέλαβεσ ἐν Βοσπόρῳ ὄντα οὔτε τὸν κοινωνόν, οὐδὲ τὰσ ἐπιστολὰσ ἀπέδωκασ αὐτοῖσ, ἃσ ἡμεῖσ ἐπεθήκαμεν, ἐν αἷσ ἐγέγραπτο παρακολουθεῖν σοι οἷσ ἂν πράττῃσ; (Demosthenes, Speeches 31-40, 42:2)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 42:2)

  • καὶ ὁ μὲν Λάμπισ, ᾧ οὗτοσ σκήπτεται μάρτυρι, μαρτυρεῖ ἔξαρνοσ γενόμενοσ τὸ ἐξ ἀρχῆσ ὡσ οὐκ ἀπείληφεν τὸ χρυσίον· (Demosthenes, Speeches 31-40, 67:2)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 67:2)

  • οὐ χειμῶνοσ ἡττήθησαν, οὐχ ὅσον τοῦ πολέμου τὸ λοιπὸν ἐνεθυμήθησαν, ἀλλ’ ὥσπερ ἐξαρκοῦν εἰσ τὴν θάλατταν ἰδεῖν, τρέπονται μὲν Λακεδαιμονίουσ, κρατοῦσι δὲ σύμπαντασ Πελοποννησίουσ, τριήρεισ δὲ τὰσ μὲν αἱροῦσι, τὰσ δὲ καταδύουσιν ὁμοῦ τῷ σκηπτῷ καὶ τοῖσ πολεμίοισ μαχόμενοι τοσοῦτον ἐποίησαν τῆσ πολιορκίασ τὸ διάφορον· (Aristides, Aelius, Orationes, 73:2)

    (아리스티데스, 아일리오스, 연설, 73:2)

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION