헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σείω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σείω σείσω ἔσεισα σέσεικα σέσεισμαι ἐσείσθην

형태분석: σεί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흔들리다, 흔들다
  2. 선동하다, 동요시키다, 혼란시키다
  3. 공갈하다
  1. (transitive) I shake
  2. (of earthquakes)
  3. (figuratively) I disturb, agitate
  4. (Attic) I blackmail

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σείω

(나는) 흔들린다

σείεις

(너는) 흔들린다

σείει

(그는) 흔들린다

쌍수 σείετον

(너희 둘은) 흔들린다

σείετον

(그 둘은) 흔들린다

복수 σείομεν

(우리는) 흔들린다

σείετε

(너희는) 흔들린다

σείουσιν*

(그들은) 흔들린다

접속법단수 σείω

(나는) 흔들리자

σείῃς

(너는) 흔들리자

σείῃ

(그는) 흔들리자

쌍수 σείητον

(너희 둘은) 흔들리자

σείητον

(그 둘은) 흔들리자

복수 σείωμεν

(우리는) 흔들리자

σείητε

(너희는) 흔들리자

σείωσιν*

(그들은) 흔들리자

기원법단수 σείοιμι

(나는) 흔들리기를 (바라다)

σείοις

(너는) 흔들리기를 (바라다)

σείοι

(그는) 흔들리기를 (바라다)

쌍수 σείοιτον

(너희 둘은) 흔들리기를 (바라다)

σειοίτην

(그 둘은) 흔들리기를 (바라다)

복수 σείοιμεν

(우리는) 흔들리기를 (바라다)

σείοιτε

(너희는) 흔들리기를 (바라다)

σείοιεν

(그들은) 흔들리기를 (바라다)

명령법단수 σείε

(너는) 흔들려라

σειέτω

(그는) 흔들려라

쌍수 σείετον

(너희 둘은) 흔들려라

σειέτων

(그 둘은) 흔들려라

복수 σείετε

(너희는) 흔들려라

σειόντων, σειέτωσαν

(그들은) 흔들려라

부정사 σείειν

흔들리는 것

분사 남성여성중성
σειων

σειοντος

σειουσα

σειουσης

σειον

σειοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σείομαι

(나는) 흔들려진다

σείει, σείῃ

(너는) 흔들려진다

σείεται

(그는) 흔들려진다

쌍수 σείεσθον

(너희 둘은) 흔들려진다

σείεσθον

(그 둘은) 흔들려진다

복수 σειόμεθα

(우리는) 흔들려진다

σείεσθε

(너희는) 흔들려진다

σείονται

(그들은) 흔들려진다

접속법단수 σείωμαι

(나는) 흔들려지자

σείῃ

(너는) 흔들려지자

σείηται

(그는) 흔들려지자

쌍수 σείησθον

(너희 둘은) 흔들려지자

σείησθον

(그 둘은) 흔들려지자

복수 σειώμεθα

(우리는) 흔들려지자

σείησθε

(너희는) 흔들려지자

σείωνται

(그들은) 흔들려지자

기원법단수 σειοίμην

(나는) 흔들려지기를 (바라다)

σείοιο

(너는) 흔들려지기를 (바라다)

σείοιτο

(그는) 흔들려지기를 (바라다)

쌍수 σείοισθον

(너희 둘은) 흔들려지기를 (바라다)

σειοίσθην

(그 둘은) 흔들려지기를 (바라다)

복수 σειοίμεθα

(우리는) 흔들려지기를 (바라다)

σείοισθε

(너희는) 흔들려지기를 (바라다)

σείοιντο

(그들은) 흔들려지기를 (바라다)

명령법단수 σείου

(너는) 흔들려져라

σειέσθω

(그는) 흔들려져라

쌍수 σείεσθον

(너희 둘은) 흔들려져라

σειέσθων

(그 둘은) 흔들려져라

복수 σείεσθε

(너희는) 흔들려져라

σειέσθων, σειέσθωσαν

(그들은) 흔들려져라

부정사 σείεσθαι

흔들려지는 것

분사 남성여성중성
σειομενος

σειομενου

σειομενη

σειομενης

σειομενον

σειομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σείσω

(나는) 흔들리겠다

σείσεις

(너는) 흔들리겠다

σείσει

(그는) 흔들리겠다

쌍수 σείσετον

(너희 둘은) 흔들리겠다

σείσετον

(그 둘은) 흔들리겠다

복수 σείσομεν

(우리는) 흔들리겠다

σείσετε

(너희는) 흔들리겠다

σείσουσιν*

(그들은) 흔들리겠다

기원법단수 σείσοιμι

(나는) 흔들리겠기를 (바라다)

σείσοις

(너는) 흔들리겠기를 (바라다)

σείσοι

(그는) 흔들리겠기를 (바라다)

쌍수 σείσοιτον

(너희 둘은) 흔들리겠기를 (바라다)

σεισοίτην

(그 둘은) 흔들리겠기를 (바라다)

복수 σείσοιμεν

(우리는) 흔들리겠기를 (바라다)

σείσοιτε

(너희는) 흔들리겠기를 (바라다)

σείσοιεν

(그들은) 흔들리겠기를 (바라다)

부정사 σείσειν

흔들릴 것

분사 남성여성중성
σεισων

σεισοντος

σεισουσα

σεισουσης

σεισον

σεισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σείσομαι

(나는) 흔들려지겠다

σείσει, σείσῃ

(너는) 흔들려지겠다

σείσεται

(그는) 흔들려지겠다

쌍수 σείσεσθον

(너희 둘은) 흔들려지겠다

σείσεσθον

(그 둘은) 흔들려지겠다

복수 σεισόμεθα

(우리는) 흔들려지겠다

σείσεσθε

(너희는) 흔들려지겠다

σείσονται

(그들은) 흔들려지겠다

기원법단수 σεισοίμην

(나는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σείσοιο

(너는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σείσοιτο

(그는) 흔들려지겠기를 (바라다)

쌍수 σείσοισθον

(너희 둘은) 흔들려지겠기를 (바라다)

σεισοίσθην

(그 둘은) 흔들려지겠기를 (바라다)

복수 σεισοίμεθα

(우리는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σείσοισθε

(너희는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σείσοιντο

(그들은) 흔들려지겠기를 (바라다)

부정사 σείσεσθαι

흔들려질 것

분사 남성여성중성
σεισομενος

σεισομενου

σεισομενη

σεισομενης

σεισομενον

σεισομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σεισθήσομαι

(나는) 흔들려지겠다

σεισθήσῃ

(너는) 흔들려지겠다

σεισθήσεται

(그는) 흔들려지겠다

쌍수 σεισθήσεσθον

(너희 둘은) 흔들려지겠다

σεισθήσεσθον

(그 둘은) 흔들려지겠다

복수 σεισθησόμεθα

(우리는) 흔들려지겠다

σεισθήσεσθε

(너희는) 흔들려지겠다

σεισθήσονται

(그들은) 흔들려지겠다

기원법단수 σεισθησοίμην

(나는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σεισθήσοιο

(너는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σεισθήσοιτο

(그는) 흔들려지겠기를 (바라다)

쌍수 σεισθήσοισθον

(너희 둘은) 흔들려지겠기를 (바라다)

σεισθησοίσθην

(그 둘은) 흔들려지겠기를 (바라다)

복수 σεισθησοίμεθα

(우리는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σεισθήσοισθε

(너희는) 흔들려지겠기를 (바라다)

σεισθήσοιντο

(그들은) 흔들려지겠기를 (바라다)

부정사 σεισθήσεσθαι

흔들려질 것

분사 남성여성중성
σεισθησομενος

σεισθησομενου

σεισθησομενη

σεισθησομενης

σεισθησομενον

σεισθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σειον

(나는) 흔들리고 있었다

έ̓σειες

(너는) 흔들리고 있었다

έ̓σειεν*

(그는) 흔들리고 있었다

쌍수 ἐσείετον

(너희 둘은) 흔들리고 있었다

ἐσειέτην

(그 둘은) 흔들리고 있었다

복수 ἐσείομεν

(우리는) 흔들리고 있었다

ἐσείετε

(너희는) 흔들리고 있었다

έ̓σειον

(그들은) 흔들리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσειόμην

(나는) 흔들려지고 있었다

ἐσείου

(너는) 흔들려지고 있었다

ἐσείετο

(그는) 흔들려지고 있었다

쌍수 ἐσείεσθον

(너희 둘은) 흔들려지고 있었다

ἐσειέσθην

(그 둘은) 흔들려지고 있었다

복수 ἐσειόμεθα

(우리는) 흔들려지고 있었다

ἐσείεσθε

(너희는) 흔들려지고 있었다

ἐσείοντο

(그들은) 흔들려지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓σεισα

(나는) 흔들렸다

έ̓σεισας

(너는) 흔들렸다

έ̓σεισεν*

(그는) 흔들렸다

쌍수 ἐσείσατον

(너희 둘은) 흔들렸다

ἐσεισάτην

(그 둘은) 흔들렸다

복수 ἐσείσαμεν

(우리는) 흔들렸다

ἐσείσατε

(너희는) 흔들렸다

έ̓σεισαν

(그들은) 흔들렸다

접속법단수 σείσω

(나는) 흔들렸자

σείσῃς

(너는) 흔들렸자

σείσῃ

(그는) 흔들렸자

쌍수 σείσητον

(너희 둘은) 흔들렸자

σείσητον

(그 둘은) 흔들렸자

복수 σείσωμεν

(우리는) 흔들렸자

σείσητε

(너희는) 흔들렸자

σείσωσιν*

(그들은) 흔들렸자

기원법단수 σείσαιμι

(나는) 흔들렸기를 (바라다)

σείσαις

(너는) 흔들렸기를 (바라다)

σείσαι

(그는) 흔들렸기를 (바라다)

쌍수 σείσαιτον

(너희 둘은) 흔들렸기를 (바라다)

σεισαίτην

(그 둘은) 흔들렸기를 (바라다)

복수 σείσαιμεν

(우리는) 흔들렸기를 (바라다)

σείσαιτε

(너희는) 흔들렸기를 (바라다)

σείσαιεν

(그들은) 흔들렸기를 (바라다)

명령법단수 σείσον

(너는) 흔들렸어라

σεισάτω

(그는) 흔들렸어라

쌍수 σείσατον

(너희 둘은) 흔들렸어라

σεισάτων

(그 둘은) 흔들렸어라

복수 σείσατε

(너희는) 흔들렸어라

σεισάντων

(그들은) 흔들렸어라

부정사 σείσαι

흔들렸는 것

분사 남성여성중성
σεισᾱς

σεισαντος

σεισᾱσα

σεισᾱσης

σεισαν

σεισαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσεισάμην

(나는) 흔들려졌다

ἐσείσω

(너는) 흔들려졌다

ἐσείσατο

(그는) 흔들려졌다

쌍수 ἐσείσασθον

(너희 둘은) 흔들려졌다

ἐσεισάσθην

(그 둘은) 흔들려졌다

복수 ἐσεισάμεθα

(우리는) 흔들려졌다

ἐσείσασθε

(너희는) 흔들려졌다

ἐσείσαντο

(그들은) 흔들려졌다

접속법단수 σείσωμαι

(나는) 흔들려졌자

σείσῃ

(너는) 흔들려졌자

σείσηται

(그는) 흔들려졌자

쌍수 σείσησθον

(너희 둘은) 흔들려졌자

σείσησθον

(그 둘은) 흔들려졌자

복수 σεισώμεθα

(우리는) 흔들려졌자

σείσησθε

(너희는) 흔들려졌자

σείσωνται

(그들은) 흔들려졌자

기원법단수 σεισαίμην

(나는) 흔들려졌기를 (바라다)

σείσαιο

(너는) 흔들려졌기를 (바라다)

σείσαιτο

(그는) 흔들려졌기를 (바라다)

쌍수 σείσαισθον

(너희 둘은) 흔들려졌기를 (바라다)

σεισαίσθην

(그 둘은) 흔들려졌기를 (바라다)

복수 σεισαίμεθα

(우리는) 흔들려졌기를 (바라다)

σείσαισθε

(너희는) 흔들려졌기를 (바라다)

σείσαιντο

(그들은) 흔들려졌기를 (바라다)

명령법단수 σείσαι

(너는) 흔들려졌어라

σεισάσθω

(그는) 흔들려졌어라

쌍수 σείσασθον

(너희 둘은) 흔들려졌어라

σεισάσθων

(그 둘은) 흔들려졌어라

복수 σείσασθε

(너희는) 흔들려졌어라

σεισάσθων

(그들은) 흔들려졌어라

부정사 σείσεσθαι

흔들려졌는 것

분사 남성여성중성
σεισαμενος

σεισαμενου

σεισαμενη

σεισαμενης

σεισαμενον

σεισαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐσείσθην

(나는) 흔들려졌다

ἐσείσθης

(너는) 흔들려졌다

ἐσείσθη

(그는) 흔들려졌다

쌍수 ἐσείσθητον

(너희 둘은) 흔들려졌다

ἐσεισθήτην

(그 둘은) 흔들려졌다

복수 ἐσείσθημεν

(우리는) 흔들려졌다

ἐσείσθητε

(너희는) 흔들려졌다

ἐσείσθησαν

(그들은) 흔들려졌다

접속법단수 σείσθω

(나는) 흔들려졌자

σείσθῃς

(너는) 흔들려졌자

σείσθῃ

(그는) 흔들려졌자

쌍수 σείσθητον

(너희 둘은) 흔들려졌자

σείσθητον

(그 둘은) 흔들려졌자

복수 σείσθωμεν

(우리는) 흔들려졌자

σείσθητε

(너희는) 흔들려졌자

σείσθωσιν*

(그들은) 흔들려졌자

기원법단수 σεισθείην

(나는) 흔들려졌기를 (바라다)

σεισθείης

(너는) 흔들려졌기를 (바라다)

σεισθείη

(그는) 흔들려졌기를 (바라다)

쌍수 σεισθείητον

(너희 둘은) 흔들려졌기를 (바라다)

σεισθειήτην

(그 둘은) 흔들려졌기를 (바라다)

복수 σεισθείημεν

(우리는) 흔들려졌기를 (바라다)

σεισθείητε

(너희는) 흔들려졌기를 (바라다)

σεισθείησαν

(그들은) 흔들려졌기를 (바라다)

명령법단수 σείσθητι

(너는) 흔들려졌어라

σεισθήτω

(그는) 흔들려졌어라

쌍수 σείσθητον

(너희 둘은) 흔들려졌어라

σεισθήτων

(그 둘은) 흔들려졌어라

복수 σείσθητε

(너희는) 흔들려졌어라

σεισθέντων

(그들은) 흔들려졌어라

부정사 σεισθῆναι

흔들려졌는 것

분사 남성여성중성
σεισθεις

σεισθεντος

σεισθεισα

σεισθεισης

σεισθεν

σεισθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σέσεικα

(나는) 흔들렸다

σέσεικας

(너는) 흔들렸다

σέσεικεν*

(그는) 흔들렸다

쌍수 σεσείκατον

(너희 둘은) 흔들렸다

σεσείκατον

(그 둘은) 흔들렸다

복수 σεσείκαμεν

(우리는) 흔들렸다

σεσείκατε

(너희는) 흔들렸다

σεσείκᾱσιν*

(그들은) 흔들렸다

접속법단수 σεσείκω

(나는) 흔들렸자

σεσείκῃς

(너는) 흔들렸자

σεσείκῃ

(그는) 흔들렸자

쌍수 σεσείκητον

(너희 둘은) 흔들렸자

σεσείκητον

(그 둘은) 흔들렸자

복수 σεσείκωμεν

(우리는) 흔들렸자

σεσείκητε

(너희는) 흔들렸자

σεσείκωσιν*

(그들은) 흔들렸자

기원법단수 σεσείκοιμι

(나는) 흔들렸기를 (바라다)

σεσείκοις

(너는) 흔들렸기를 (바라다)

σεσείκοι

(그는) 흔들렸기를 (바라다)

쌍수 σεσείκοιτον

(너희 둘은) 흔들렸기를 (바라다)

σεσεικοίτην

(그 둘은) 흔들렸기를 (바라다)

복수 σεσείκοιμεν

(우리는) 흔들렸기를 (바라다)

σεσείκοιτε

(너희는) 흔들렸기를 (바라다)

σεσείκοιεν

(그들은) 흔들렸기를 (바라다)

명령법단수 σέσεικε

(너는) 흔들렸어라

σεσεικέτω

(그는) 흔들렸어라

쌍수 σεσείκετον

(너희 둘은) 흔들렸어라

σεσεικέτων

(그 둘은) 흔들렸어라

복수 σεσείκετε

(너희는) 흔들렸어라

σεσεικόντων

(그들은) 흔들렸어라

부정사 σεσεικέναι

흔들렸는 것

분사 남성여성중성
σεσεικως

σεσεικοντος

σεσεικυῑα

σεσεικυῑᾱς

σεσεικον

σεσεικοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 σέσεισμαι

(나는) 흔들려졌다

σέσεισαι

(너는) 흔들려졌다

σέσεισται

(그는) 흔들려졌다

쌍수 σέσεισθον

(너희 둘은) 흔들려졌다

σέσεισθον

(그 둘은) 흔들려졌다

복수 σεσείσμεθα

(우리는) 흔들려졌다

σέσεισθε

(너희는) 흔들려졌다

σεσείσαται

(그들은) 흔들려졌다

명령법단수 σέσεισο

(너는) 흔들려졌어라

σεσείσθω

(그는) 흔들려졌어라

쌍수 σέσεισθον

(너희 둘은) 흔들려졌어라

σεσείσθων

(그 둘은) 흔들려졌어라

복수 σέσεισθε

(너희는) 흔들려졌어라

σεσείσθων

(그들은) 흔들려졌어라

부정사 σέσεισθαι

흔들려졌는 것

분사 남성여성중성
σεσεισμενος

σεσεισμενου

σεσεισμενη

σεσεισμενης

σεσεισμενον

σεσεισμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 흔들리다

  2. 선동하다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION