ῥέω
ε-contract Verb;
Transliteration:
Principal Part:
ῥέω
ῥεύσω
ἔρρευσα
Structure:
ῥέϝ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I flow, stream, run, gush
- I fall off, drop off
- (of molten objects) I liquefy, run
- I am in perpetual flux
- (of persons) I am inclined to, given to
- I leak
- I have a flux (diarrhea-causing disease)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- "ἀλλ’ αὐτὸν ἡδέωσ ἂν ἐροίμην τὸν κατήγορον, εἰ τοῖσ ἑαυτῶν πράγμασι τὴν διαφορὰν οὐκ ἐνορῶσι ταύτην, καθ’ ἣν τὰ μὲν μόνιμα καὶ ἄτρεπτα ταῖσ οὐσίαισ ἐστίν, ὡσ λέγουσι καὶ τὰσ ἀτόμουσ ἀπαθείᾳ καὶ στερρότητι πάντα χρόνον ὡσαύτωσ ἔχειν, τὰ δὲ συγκρίματα πάντα ῥευστὰ καὶ μεταβλητὰ καὶ γιγνόμενα καὶ ἀπολλύμεν εἶναι, μυρίων μὲν εἰδώλων ἀπερχομένων ἀεὶ καὶ ῥεόντων, μυρίων δ’ ὡσ εἰκὸσ ἑτέρων ἐκ τοῦ περιέχοντοσ ἐπιρρεόντων καὶ ἀναπληρούντων τὸ ἄθροισμα, ποικιλλόμενον ὑπὸ τῆσ ἐξαλλαγῆσ ταύτησ καὶ μετακεραννύμενον, ἅτε δὴ καὶ τῶν ἐν βάθει τοῦ συγκρίματοσ ἀτόμων οὐδέποτε λῆξαι κινήσεωσ οὐδὲ παλμῶν πρὸσ ἀλλήλασ δυναμένων ὥσπερ αὐτοὶ λέγουσιν· (Plutarch, Adversus Colotem, section 161)
- καίτοι εἰ ὅσοι κακῶσ πεπόνθασιν ὑπὸ τῶν ὑδάτων τῶν ταύτῃ ῥεόντων ἐμοὶ λήξονται δίκασ, οὐδὲ πολλαπλάσια γενόμενα τὰ ὄντ’ ἐξαρκέσειεν ἄν μοι. (Demosthenes, Speeches 51-61, 25:4)
- Ἢν ζόφοσ τὰσ ὄψιασ σχῇ, καὶ δῖνοσ ἀμφὶ τὴν κεφαλὴν ἑλίσσηται, καὶ ὦτα βομβέῃ ὅκωσ Ῥεόντων καναχηδὸν ποταμῶν, ἢ οἱο͂ν ἄνεμοσ ἱστίοισι ἐγκυβερνῆ, ἢ αὐλῶν, ἢ καὶ συρίγγων ἐνοπὴ, ἢ τρισμοῦ ἁμάξησ ἰαχὴ, ὀνομάζο μεν σκότωμα τὸ πάθοσ, κακὸν μὲν, κἢν σύμπτωμα κεφαλῆσ, κακὸν δὲ, κἢν ἐκ διαδέξιοσ κεφαλαίησ, ἢ ἐξ ἑωυτέησ χρονίου νούσου φύῃ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 18)
- Ἢν δὲ καὶ εἰσ συγκοπὴν τράπωνται, γίγνεται γὰρ καὶ τόδε· τῆσ μὲν δυνάμιοσ λυομένησ, ἱδρῶτι δὲ χεομένου τοῦ ἀνθρώπου, πάντων δὲ εἰσ τὸ ἐκτὸσ τὴν φορὴν ποιευμένων τῶν ὑγρῶν, καὶ τοῦ τόνου λυομένου καὶ τοῦ πνεύματοσ, ἔσ τε ἀκηδίην μὲν τῆσ παραφορῆσ, δέοσ δὲ εἰσ ἀτμὸν λυθῆναι καὶ ὑγρασίην τὸν ἄνθρωπον · ἄλκαρ μοῦνόν ἐστι οἶνοσ, θρέψαι μὲν ὠκέωσ κατ’ οὐσίην, καὶ πάντη μέχρι περάτων μολεῖν· τόνῳ δὲ προσθεῖναι τόνον, καὶ πνεῦμα νεναρκωμένον ἐγεῖραι, ψῦξιν ἀλεῆναι, στῦψαι πλάδον, φερομένων ἔξω καὶ Ῥεόντων κρατῆσαι, ἡδὺσ μὲν ὀσφραίνεσθαι ἐσ ἡδονὴν, κραταιὸσ δὲ στηρίξαι δύναμιν ἐσ ζωήν· ἄριστοσ δὲ μειλίξαι θυμὸν ἐν παραφορῇ · τάδε μέντοι ποθεὶσ ἅμα πάντα πρήσσει. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 87)
- ἐκ νέου τε γὰρ συνήθησ γενόμενοσ πρῶτον Κρατύλῳ καὶ ταῖσ Ἡρακλειτείοισ δόξαισ, ὡσ ἁπάντων τῶν αἰσθητῶν ἀεὶ ῥεόντων καὶ ἐπιστήμησ περὶ αὐτῶν οὐκ οὔσησ, ταῦτα μὲν καὶ ὕστερον οὕτωσ ὑπέλαβεν· (Aristotle, Metaphysics, Book 1 133:1)
Synonyms
-
I flow
- ἀπορρέω (to flow or run off, stream forth)
- συρρέω (to flow together or in one stream, to flow or stream together)
-
I liquefy
- ἐπισταλάω (to fall in drops over)
- καταπίπτω (to fall or drop down)
- σχάζω (to let fall, drop)
- σταλάω (to drop, let fall)
- ἀποστάζω (to fall in drops, distil)
- ἐκραίνω (to scatter out of, make to fall in drops from)
- στάζω (to drop, let fall or shed drop by drop)
- ἀποστάζω (to let fall drop by drop, distil)
- προσστάζω (to drop on, shed over, letting fall)
- στάζω (to drop, fall in drops, drip)
- καταβάλλω (to let fall, drop down, to lower)
- συνηβολέω (to fall in with)
- πίπτω (I fall)
- τάσσω ( I fall in, form up)
- περιπίπτω (to fall in with)
- μαδάω ( I fall off)
- ἐκπίπτω (to fall out of)
- ἀποπίπτω (to fall off from, to fall off)
- ἐκρέω ( I fall off)
- ἐνσκήπτω (to fall in or on)
- ἐπαντιάζω (to fall in with)
- καταρρέω (to fall off)
- ἀπορρέω (to fall off)
- ἐπισταλάζω (to drop over)
- εἴβω (to drop, let fall in drops, to trickle down)
- προίημι (to let loose, let fall, let drop)
- λιβάζω (to let fall in drops, to run out in drops, trickle)
-
I leak
-
I have a flux
Derived
- διαρρέω (to flow through, to slip through, to leak)
- εἰσρέω (to stream in or into)
- ἐκπρορέω (to flow forth from)
- ἐκρέω (I flow out or forth, I fall off, I shed fruit)
- ἐπεισρέω (to flow in upon or besides)
- ἐπιρρέω (to flow upon the surface, float a-top, to flow in besides)
- παρεισρέω (to flow on beside)
- προρέω (to flow forward, flow amain)
- προσρέω (to flow towards a point, to stream in, assemble)
- συρρέω (to flow together or in one stream, to flow or stream together, to float together with)
- ὑπεκρέω (to flow out under, to pass away gradually, to slip out)