헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πταῖσμα

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πταῖσμα πταῖσματος

형태분석: πταισματ (어간)

어원: from pta/c

  1. 여행
  2. 불운, 불행, 실패, 패배
  1. a stumble, trip, false step
  2. a failure, misfortune, defeat

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πταῖσμα

여행이

πταίσματε

여행들이

πταίσματα

여행들이

속격 πταίσματος

여행의

πταισμάτοιν

여행들의

πταισμάτων

여행들의

여격 πταίσματι

여행에게

πταισμάτοιν

여행들에게

πταίσμασιν*

여행들에게

대격 πταῖσμα

여행을

πταίσματε

여행들을

πταίσματα

여행들을

호격 πταῖσμα

여행아

πταίσματε

여행들아

πταίσματα

여행들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ λέγουσι. τί τὸ τῆσ βασάνου ἀποδώσομεν αὐτῇ̣ καὶ εἶπαν. κατ̓ ἀριθμὸν τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων πέντε ἕδρασ χρυσᾶσ, ὅτι πταῖσμα ἐν ὑμῖν καὶ τοῖσ ἄρχουσιν ὑμῶν καὶ τῷ λαῷ, (Septuagint, Liber I Samuelis 6:4)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 6:4)

  • ἀλλὰ ὁρ́α ὅπωσ παραμυθήσομαί σου τὸ πταῖσμα· (Lucian, 25:2)

    (루키아노스, 25:2)

  • ^ οἰκέτην μὲν γάρ τινα ἢ ἄγγελον μὴ δεξιῶσ ὑποκρίνασθαι μικρὸν τὸ πταῖσμα, τὸν Δία δὲ ἢ τὸν Ἡρακλέα μὴ κατ’ ἀξίαν ἐπιδείξασθαι τοῖσ θεαταῖσ, ἀποτρόπαιον ὡσ αἰσχρόν. (Lucian, Piscator, (no name) 33:5)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 33:5)

  • καὶ γίνεται τὸ Κεστίου πταῖσμα συμφορὰ τοῦ σύμπαντοσ ἡμῶν ἔθνουσ· (Flavius Josephus, 30:2)

    (플라비우스 요세푸스, 30:2)

  • ταῦτα τε δὴ παρεστήσατο καὶ συνήρμοσεν ἀμέμπτωσ ἄτερ πολέμου, τούσ τε Κίλικασ ὁρῶν πρόσ τὸ Παρθικὸν πταῖσμα Ῥωμαίων καὶ τὸν ἐν Συρίᾳ νεωτερισμὸν ἐπηρμένουσ κατεπράυνεν ἡμέρωσ ἄρχων, καὶ δῶρα μὲν οὐδὲ τῶν βασιλέων διδόντων ἔλαβε, δείπνων δὲ τούσ ἐπαρχικοὺσ ἀνῆκεν αὐτὸσ δὲ καθ’ ἡμέραν τοὺσ χαρίεντασ ἀνελάμβανεν ἑστιάσεσιν οὐ πολυτελῶσ, ἀλλ’ ἐλευθερίωσ. (Plutarch, Cicero, chapter 36 2:1)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 36 2:1)

유의어

  1. 불운

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION