προσμένω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσμένω
προσμενῶ
형태분석:
προς
(접두사)
+
μέν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 매달리다
- 기다리다, 예상하다, 기대하다, 대기하다, 고대하다
- to bide or wait still longer
- to remain attached to, to cleave to, to continue in
- to wait for, await, to wait for, to stand one's ground against
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν δ’ Ἀπολλωνίᾳ διέτριβεν ὅτε Καῖσαρ ἀνῃρέθη, σχολάζων περὶ λόγουσ κἀκεῖνον ἐπὶ Πάρθουσ ἐλαύνειν εὐθὺσ ἐγνωκότα προσμένων. (Plutarch, Brutus, chapter 22 2:1)
(플루타르코스, Brutus, chapter 22 2:1)
- οἰόμενοσ οὖν ἀποβεβληκέναι τὸ τῆσ νίκησ τέλοσ, ἔτι δ’ ἀμφιδοξῶν καὶ μαθεῖν βουλόμενοσ τἀληθέσ, ὅπωσ ἢ προσμένων ἐνταῦθα πολιορκοίη Κράσσον ἢ διώκοι χαίρειν ἐάσασ Καρρηνούσ, ὑποπέμπει τινὰ τῶν παρ’ αὐτῷ διγλώττων πρὸσ τὰ τείχη, κελεύσασ ἱέντα Ῥωμαϊκὴν διάλεκτον καλεῖν Κράσσον αὐτὸν ἢ Κάσσιον, ὡσ Σουρήνα διὰ λόγων ἐθέλοντοσ αὐτοῖσ συγγενέσθαι. (Plutarch, chapter 28 3:1)
(플루타르코스, chapter 28 3:1)
- Οὐεσπασιανὸσ δ’ ἀεὶ προσμένων τοῖσ πονουμένοισ, δεινὸν γάρ τι πάθοσ αὐτὸν εἰσῄει κατερειπομένην ὁρῶντα περὶ τῷ στρατῷ τὴν πόλιν, ἐν λήθῃ τοῦ κατ’ αὐτὸν ἀσφαλοῦσ γενόμενοσ λανθάνει κατὰ μικρὸν ἀνωτάτω τῆσ πόλεωσ προελθών, ἔνθα μέσοισ ἐγκαταλείπεται τοῖσ κινδύνοισ μετ’ ὀλίγων παντελῶσ· (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 37:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 37:1)
- πανοῦργοσ γὰρ ὢν τὴν φύσιν καὶ πρὸσ τὸ τῆσ τύχησ ἄδηλον ἀρτισάμενοσ, τὸν ἕτερον τῶν υἱῶν ἐξέπεμψε λάθρᾳ πρὸσ τὸν βασιλέα, δηλώσοντα καὶ τὰσ δυνάμεισ ἐπ’ ἐκεῖνον ἠθροισμένασ καὶ διότι τῆσ μὲν συμμαχίασ δι’ ἀνάγκην τῷ Κύρῳ μετέχει, τῇ δ’ εὐνοίᾳ προσμένων, ἂν καιρὸσ γένηται, καταλιπὼν ἐκεῖνον τῷ βασιλεῖ συστρατεύσεσθαι. (Diodorus Siculus, Library, book xiv, chapter 20 4:2)
(디오도로스 시켈로스, Library, book xiv, chapter 20 4:2)
- ἐγὼ δὲ προσμένων αὐτοῦ τῇδε πάντα τὰ ἐπιτήδεα παρέξω τοῖσι ξείνοισι. (Herodotus, The Histories, book 5, chapter 19 2:4)
(헤로도토스, The Histories, book 5, chapter 19 2:4)
유의어
-
to bide or wait still longer
-
매달리다
-
기다리다
파생어
- ἀναμένω (기다리다, 머무르다, 남다)
- διαμένω (계속하다, 유지하다, 계속되다)
- ἐμμένω (거주하다, 매달리다, 지키다)
- ἐπαναμένω (기다리다, 예상하다, 대기하다)
- ἐπιμένω (기다리다, 머무르다, 묵다)
- καταμένω (머무르다, 남다, 묵다)
- μένω (머무르다, 남다, 묵다)
- παραμένω (머무르다, 기다리다, 묵다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- συμμένω (계속하다, 가지다, 유지하다)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (살아남다, 살아오다, 생존하다)