헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πλούσιος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πλούσιος πλούσιᾱ πλούσιον

형태분석: πλουσι (어간) + ος (어미)

어원: plou=tos

  1. 부자의, 부유한, 풍족한, 매우 부유한
  2. 풍부한, 다량의, 완전한, 넓은
  1. rich, wealthy, opulent
  2. rich in
  3. richly furnished, ample, abundant

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 πλούσιος

부자의 (이)가

πλουσίᾱ

부자의 (이)가

πλούσιον

부자의 (것)가

속격 πλουσίου

부자의 (이)의

πλουσίᾱς

부자의 (이)의

πλουσίου

부자의 (것)의

여격 πλουσίῳ

부자의 (이)에게

πλουσίᾱͅ

부자의 (이)에게

πλουσίῳ

부자의 (것)에게

대격 πλούσιον

부자의 (이)를

πλουσίᾱν

부자의 (이)를

πλούσιον

부자의 (것)를

호격 πλούσιε

부자의 (이)야

πλουσίᾱ

부자의 (이)야

πλούσιον

부자의 (것)야

쌍수주/대/호 πλουσίω

부자의 (이)들이

πλουσίᾱ

부자의 (이)들이

πλουσίω

부자의 (것)들이

속/여 πλουσίοιν

부자의 (이)들의

πλουσίαιν

부자의 (이)들의

πλουσίοιν

부자의 (것)들의

복수주격 πλούσιοι

부자의 (이)들이

πλούσιαι

부자의 (이)들이

πλούσια

부자의 (것)들이

속격 πλουσίων

부자의 (이)들의

πλουσιῶν

부자의 (이)들의

πλουσίων

부자의 (것)들의

여격 πλουσίοις

부자의 (이)들에게

πλουσίαις

부자의 (이)들에게

πλουσίοις

부자의 (것)들에게

대격 πλουσίους

부자의 (이)들을

πλουσίᾱς

부자의 (이)들을

πλούσια

부자의 (것)들을

호격 πλούσιοι

부자의 (이)들아

πλούσιαι

부자의 (이)들아

πλούσια

부자의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐκαλοῦντο δὲ οἱ χρησμοὶ οὗτοι αὐτόφωνοι, καὶ οὐ πᾶσιν ἐδίδοντο οὐδὲ ἀνέδην, ἀλλὰ τοῖσ εὐπαρύφοισ καὶ πλουσίοισ καὶ μεγαλοδώροισ. (Lucian, Alexander, (no name) 26:4)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 26:4)

  • τὰ μὲν τοίνυν πρὸσ τὰσ συνουσίασ αὐτοὺσ ἄγοντα καὶ ἀφ’ ὧν αὑτοὺσ φέροντεσ ἐπιτρέπουσι τοῖσ πλουσίοισ χρῆσθαι πρὸσ ὅ τι ἂν ἐθέλωσιν, ταῦτά ἐστιν ἢ ὅτι ἐγγύτατα τούτων, πλὴν εἰ μὴ κἀκείνων τισ μεμνῆσθαι ἀξιώσειεν τῶν καὶ μόνῃ τῇ δόξῃ ἐπαιρομένων τοῦ συνεῖναι εὐπατρίδαισ τε καὶ εὐπαρύφοισ ἀνδράσιν· (Lucian, De mercede, (no name) 9:1)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 9:1)

  • ὥστε ἐνενόουν ἐφ’ ὁπόσῳ τοῖσ πλουσίοισ τούτοισ μέγα φρονεῖν κατελείπετο· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 18:3)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 18:3)

  • καὶ παρὰ πολλοῖσ ἄλλοισ δουλεύσασ καὶ πένησι ^ καὶ πλουσίοισ, τὰ τελευταῖα καὶ σοὶ νῦν σύνειμι καταγελῶν ὁσημέραι ποτνιωμένου καὶ οἰμώζοντοσ ἐπὶ τῇ πενίᾳ καὶ τοὺσ πλουσίουσ θαυμάζοντοσ ὑπ’ ἀγνοίασ τῶν ἐκείνοισ προσόντων κακῶν. (Lucian, Gallus, (no name) 20:5)

    (루키아노스, Gallus, (no name) 20:5)

  • εἶτα δῆτ’ ὀγκούμεθα, ὃ μέν τισ ἡμῶν πλουσίοισ ἐν δώμασιν, ὃ δ’ ἐν πολίταισ τίμιοσ κεκλημένοσ. (Euripides, Hecuba, episode 7:6)

    (에우리피데스, Hecuba, episode 7:6)

유의어

  1. 부자의

  2. rich in

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION