헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέτρος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πέτρος πέτρου

형태분석: πετρ (어간) + ος (어미)

  1. 돌멩이, 돌, 바위, 암초
  2. 갈대의 일종
  1. rock, stone, boulder
  2. type of reed

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πέτρος

돌멩이가

πέτρω

돌멩이들이

πέτροι

돌멩이들이

속격 πέτρου

돌멩이의

πέτροιν

돌멩이들의

πέτρων

돌멩이들의

여격 πέτρῳ

돌멩이에게

πέτροιν

돌멩이들에게

πέτροις

돌멩이들에게

대격 πέτρον

돌멩이를

πέτρω

돌멩이들을

πέτρους

돌멩이들을

호격 πέτρε

돌멩이야

πέτρω

돌멩이들아

πέτροι

돌멩이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • εἰ γὰρ τεθνῶσιν ἀμπλακημάτων τίσισ βροτοῖσ ὀπηδεῖ τῶν ἔδρασαν ἐν φάει, οὐ Τάνταλον ποτοῖσιν, οὐδ̓ Ἰξίονα τροχῷ στροβητόν, οὐδὲ Σίσυφον πέτρῳ ἔδει κολάζειν ἐν δόμοισι Πλουτέωσ, ἁπλῶσ δὲ πάντασ τοὺσ κακῶσ δεδρακότασ τοῖσ σοῖσ προσάπτειν ἀρθροκηδέσιν πόνοισ, ὥσ μου τὸ λυπρὸν καὶ ταλαίπωρον δέμασ χειρῶν ἀπ̓ ἄκρων εἰσ ἄκρασ ποδῶν βάσεισ ἰχῶρι φαύλῳ καὶ πικρῷ χυμῷ χολῆσ πνεύματι βιαίῳ τόδε διασφίγγον πόρουσ ἕστηκε καὶ μεμυκὸσ ἐπιτείνει πόνουσ. (Lucian, 3)

    (루키아노스, 3)

  • ἀλλ’ ὀρθῶσ μὲν εἴρηται τὸ πρὸσ στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸσ πέτρῳ στάθμην οἱ δὲ μὴ τιθέμενοι τὰ δόγματα πρὸσ τοῖσ πράγμασιν ἀλλὰ τὰ πράγματα πρὸσ τὰσ,· (Plutarch, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 21)

    (플루타르코스, Quomodo quis suos in virtute sentiat profectus, chapter, section 21)

  • μᾶκοσ δὲ Νικεὺσ ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαισ ὑπὲρ ἁπάντων, καὶ συμμαχία θόρυβον παραίθυξε μέγαν· (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 10 19:2)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 10 19:2)

  • σὺν ᾧ ποτε Τρωί̈αν κραταιὸσ Τελαμὼν πόρθησε καὶ Μέροπασ καὶ τὸν μέγαν πολεμιστὰν ἔκπαγλον Ἀλκυονῆ, οὐ τετραορίασ γε πρὶν δυώδεκα πέτρῳ ἡρ́ωάσ τ’ ἐπεμβεβαῶτασ ἱπποδάμουσ ἕλεν δὶσ τόσουσ. (Pindar, Odes, nemean odes, nemean 4 8:1)

    (핀다르, Odes, nemean odes, nemean 4 8:1)

  • Μάγνησ Ἡράκλειτοσ, ἐμοὶ πόθοσ, οὔτι σίδηρον πέτρῳ, πνεῦμα δ’ ἐμὸν κάλλει ἐφελκόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1521)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 12, chapter 1521)

유의어

  1. 돌멩이

  2. 갈대의 일종

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION