헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πέτρος

2군 변화 명사; 남/여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πέτρος πέτρου

형태분석: πετρ (어간) + ος (어미)

  1. 돌멩이, 돌, 바위, 암초
  2. 갈대의 일종
  1. rock, stone, boulder
  2. type of reed

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 πέτρος

돌멩이가

πέτρω

돌멩이들이

πέτροι

돌멩이들이

속격 πέτρου

돌멩이의

πέτροιν

돌멩이들의

πέτρων

돌멩이들의

여격 πέτρῳ

돌멩이에게

πέτροιν

돌멩이들에게

πέτροις

돌멩이들에게

대격 πέτρον

돌멩이를

πέτρω

돌멩이들을

πέτρους

돌멩이들을

호격 πέτρε

돌멩이야

πέτρω

돌멩이들아

πέτροι

돌멩이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐν δὲ μύεσ στερεοῖσι βραχίοσιν ἄκρον ὑπ’ ὦμον ἕστασαν ἠύτε πέτροι ὁλοίτροχοι, οὕστε κυλίνδων χειμάρρουσ ποταμὸσ μεγάλαισ περιέξεσε δίναισ· (Theocritus, Idylls, 23)

    (테오크리토스, Idylls, 23)

  • κωφὰ δέ μοι κεῖται λυροθελγέα λείψανα πύργων, πέτροι μουσοδόμοισ τείχεσιν αὐτόμολοι, σῆσ χερόσ, Ἀμφίων, ἄπονοσ χάρισ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2503)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2503)

  • ἔστι δ’ ὅτε αὐτοὶ καθ’ αὑτοὺσ ἔκειντο οἱ πέτροι· (Strabo, Geography, book 17, chapter 1 99:3)

    (스트라본, 지리학, book 17, chapter 1 99:3)

유의어

  1. 돌멩이

  2. 갈대의 일종

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION