헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περίπατος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περίπατος περιπάτου

형태분석: περιπατ (어간) + ος (어미)

  1. 걸음, 보폭
  1. a walking
  2. a place for walking, especially a covered walk
  3. a conversation during a walk, argument
  4. a school of philosophy, first used in reference to the Ἀκαδημία

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 περίπατος

걸음이

περιπάτω

걸음들이

περίπατοι

걸음들이

속격 περιπάτου

걸음의

περιπάτοιν

걸음들의

περιπάτων

걸음들의

여격 περιπάτῳ

걸음에게

περιπάτοιν

걸음들에게

περιπάτοις

걸음들에게

대격 περίπατον

걸음을

περιπάτω

걸음들을

περιπάτους

걸음들을

호격 περίπατε

걸음아

περιπάτω

걸음들아

περίπατοι

걸음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατὰ τὸ φῶσ τοῦ ἐν ἀρχῇ περιπάτου. καὶ τὰ πρὸσ νότον κατὰ πρόσωπον τοῦ νότου κατὰ πρόσωπον τοῦ ἀπολοίπου καὶ κατὰ πρόσωπον τοῦ διορίζοντοσ ἐξέδραι, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 42:10)

    (70인역 성경, 에제키엘서 42:10)

  • τῶν ἐξεδρῶν τῶν πρὸσ νότον καὶ κατὰ τὰ θυρώματα ἀπ’ ἀρχῆσ τοῦ περιπάτου ὡσ ἐπὶ φῶσ διαστήματοσ καλάμου καὶ κατὰ ἀνατολὰσ τοῦ εἰσπορεύεσθαι δι’ αὐτῶν. ‐ (Septuagint, Prophetia Ezechielis 42:12)

    (70인역 성경, 에제키엘서 42:12)

  • συντέτακται μέν, ὦ Πάμφιλε, ὡσ οἶσθα, ἐκ βασιλέωσ μισθοφορά τισ οὐ φαύλη κατὰ γένη τοῖσ φιλοσόφοισ, Στωϊκοῖσ λέγω καὶ Πλατωνικοῖσ καὶ Ἐπικουρείοισ, ἔτι δὲ καὶ τοῖσ ἐκ τοῦ Περιπάτου, τὰ ἴσα τούτοισ ἅπασιν. (Lucian, Eunuchus, (no name) 3:1)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 3:1)

  • πολλῶν μετ’ ἄλλων ξένων τε καὶ παραδόξων ἀκουσμάτων, ὦν ἐνήνοχεν ὁ καθ’ ἡμᾶσ χρόνοσ, ἕν τι καὶ τοῦτο ἐφάνη μοι πρώτωσ ἀκούσαντι παρὰ σοῦ, ὅτι τῶν φιλοσόφων τισ τῶν ἐκ τοῦ περιπάτου πάντα χαρίζεσθαι βουλόμενοσ Ἀριστοτέλει τῷ κτίσαντι ταύτην τὴν φιλοσοφίαν καὶ τοῦτο ὑπέσχετο ποιήσειν φανερόν, ὅτι Δημοσθένησ τὰσ ῥητορικὰσ τέχνασ παρ’ ἐκείνου μαθὼν εἰσ τοὺσ ἰδίουσ μετήνεγκε λόγουσ καὶ κατ’ ἐκεῖνα κοσμούμενοσ τὰ παραγγέλματα πάντων ἐγένετο τῶν ῥητόρων κράτιστοσ. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 1 1:1)

    (디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 1 1:1)

  • καὶ μὴν καὶ Ῥουφῖνον τὸν Κύπριον ‐ λέγω δὴ τὸν χωλὸν τὸν ἐκ τοῦ περιπάτου ‐ ἰδὼν ἐπὶ πολὺ τοῖσ περιπάτοισ ἐνδιατρίβοντα, Οὐδέν ἐστιν, ἔφη, ἀναισχυντότερον χωλοῦ Περιπατητικοῦ. (Lucian, (no name) 54:1)

    (루키아노스, (no name) 54:1)

유의어

  1. 걸음

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION