헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περίπατος

2군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περίπατος περιπάτου

형태분석: περιπατ (어간) + ος (어미)

  1. 걸음, 보폭
  1. a walking
  2. a place for walking, especially a covered walk
  3. a conversation during a walk, argument
  4. a school of philosophy, first used in reference to the Ἀκαδημία

곡용 정보

2군 변화
단수 쌍수 복수
주격 περίπατος

걸음이

περιπάτω

걸음들이

περίπατοι

걸음들이

속격 περιπάτου

걸음의

περιπάτοιν

걸음들의

περιπάτων

걸음들의

여격 περιπάτῳ

걸음에게

περιπάτοιν

걸음들에게

περιπάτοις

걸음들에게

대격 περίπατον

걸음을

περιπάτω

걸음들을

περιπάτους

걸음들을

호격 περίπατε

걸음아

περιπάτω

걸음들아

περίπατοι

걸음들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὴ μεθύσκεσθε ἐν οἴνοισ, ἀλλὰ ὁμιλεῖτε ἀνθρώποισ δικαίοισ καὶ ὁμιλεῖτε ἐν περιπάτοισ. ἐὰν γὰρ εἰσ τὰσ φιάλασ καὶ τὰ ποτήρια δῷσ τοὺσ ὀφθαλμούσ σου, ὕστερον περιπατήσεισ γυμνότεροσ ὑπέρου. (Septuagint, Liber Proverbiorum 23:31)

    (70인역 성경, 잠언 23:31)

  • καὶ μὴν καὶ Ῥουφῖνον τὸν Κύπριον ‐ λέγω δὴ τὸν χωλὸν τὸν ἐκ τοῦ περιπάτου ‐ ἰδὼν ἐπὶ πολὺ τοῖσ περιπάτοισ ἐνδιατρίβοντα, Οὐδέν ἐστιν, ἔφη, ἀναισχυντότερον χωλοῦ Περιπατητικοῦ. (Lucian, (no name) 54:1)

    (루키아노스, (no name) 54:1)

  • "μέμνησο οὖν ταῦτά τε ἀπαγγεῖλαι τῷ Διὶ καὶ προσθεῖναι δ’ ὅτι μὴ δυνατὸν ἐστί μοι κατὰ χώραν μένειν, ἢν μὴ τοὺσ φυσικοὺσ ἐκεῖνοσ ἐπιτρίψῃ καὶ τοὺσ διαλεκτικοὺσ ἐπιστομίσῃ καὶ τὴν Στοὰν κατασκάψῃ καὶ τὴν Ἀκαδημίαν καταφλέξῃ καὶ παύσῃ τὰσ ἐν τοῖσ περιπάτοισ διατριβάσ· (Lucian, Icaromenippus, (no name) 20:13)

    (루키아노스, Icaromenippus, (no name) 20:13)

  • ἀλλ’ ὡσ παρέλαβον τὴν τέχνην παρὰ σοῦ τὸ πρῶτον εὐθὺσ οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν, ἴσχνανα μὲν πρώτιστον αὐτὴν καὶ τὸ βάροσ ἀφεῖλον ἐπυλλίοισ καὶ περιπάτοισ καὶ τευτλίοισι λευκοῖσ, χυλὸν διδοὺσ στωμυλμάτων ἀπὸ βιβλίων ἀπηθῶν· (Aristophanes, Frogs, Agon, Epirrheme 1:2)

    (아리스토파네스, Frogs, Agon, Epirrheme 1:2)

  • ὧν κατέτρεχε μετὰ καὶ τῶν ἄλλων ὅσοι τι ἐφθέγγοντο Οὐλπιανὸσ ὁ Τύριοσ, ὃσ διὰ τὰσ συνεχεῖσ ζητήσεισ, ἃσ ἀνὰ πᾶσαν ὡρ́αν ποιεῖται ἐν ταῖσ ἀγυιαῖσ, περιπάτοισ, βιβλιοπωλείοισ, βαλανείοισ ἔσχεν ὄνομα τοῦ κυρίου διασημότερον Κειτούκειτοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 2 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 2 1:4)

유의어

  1. 걸음

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION