헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιδέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιδέω περιδήσω

형태분석: περι (접두사) + δέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 입다, 묶다, 꿰다, 착용하다, 올려놓다
  1. to bind, tie round or on, to bind round oneself, put on

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίδω

(나는) 입다

περίδεις

(너는) 입다

περίδει

(그는) 입다

쌍수 περίδειτον

(너희 둘은) 입다

περίδειτον

(그 둘은) 입다

복수 περίδουμεν

(우리는) 입다

περίδειτε

(너희는) 입다

περίδουσιν*

(그들은) 입다

접속법단수 περίδω

(나는) 입자

περίδῃς

(너는) 입자

περίδῃ

(그는) 입자

쌍수 περίδητον

(너희 둘은) 입자

περίδητον

(그 둘은) 입자

복수 περίδωμεν

(우리는) 입자

περίδητε

(너희는) 입자

περίδωσιν*

(그들은) 입자

기원법단수 περίδοιμι

(나는) 입기를 (바라다)

περίδοις

(너는) 입기를 (바라다)

περίδοι

(그는) 입기를 (바라다)

쌍수 περίδοιτον

(너희 둘은) 입기를 (바라다)

περιδοίτην

(그 둘은) 입기를 (바라다)

복수 περίδοιμεν

(우리는) 입기를 (바라다)

περίδοιτε

(너희는) 입기를 (바라다)

περίδοιεν

(그들은) 입기를 (바라다)

명령법단수 περίδει

(너는) 입어라

περιδεῖτω

(그는) 입어라

쌍수 περίδειτον

(너희 둘은) 입어라

περιδεῖτων

(그 둘은) 입어라

복수 περίδειτε

(너희는) 입어라

περιδοῦντων, περιδεῖτωσαν

(그들은) 입어라

부정사 περίδειν

입는 것

분사 남성여성중성
περιδων

περιδουντος

περιδουσα

περιδουσης

περιδουν

περιδουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περίδουμαι

(나는) 입히다

περίδει, περίδῃ

(너는) 입히다

περίδειται

(그는) 입히다

쌍수 περίδεισθον

(너희 둘은) 입히다

περίδεισθον

(그 둘은) 입히다

복수 περιδοῦμεθα

(우리는) 입히다

περίδεισθε

(너희는) 입히다

περίδουνται

(그들은) 입히다

접속법단수 περίδωμαι

(나는) 입히자

περίδῃ

(너는) 입히자

περίδηται

(그는) 입히자

쌍수 περίδησθον

(너희 둘은) 입히자

περίδησθον

(그 둘은) 입히자

복수 περιδώμεθα

(우리는) 입히자

περίδησθε

(너희는) 입히자

περίδωνται

(그들은) 입히자

기원법단수 περιδοίμην

(나는) 입히기를 (바라다)

περίδοιο

(너는) 입히기를 (바라다)

περίδοιτο

(그는) 입히기를 (바라다)

쌍수 περίδοισθον

(너희 둘은) 입히기를 (바라다)

περιδοίσθην

(그 둘은) 입히기를 (바라다)

복수 περιδοίμεθα

(우리는) 입히기를 (바라다)

περίδοισθε

(너희는) 입히기를 (바라다)

περίδοιντο

(그들은) 입히기를 (바라다)

명령법단수 περίδου

(너는) 입혀라

περιδεῖσθω

(그는) 입혀라

쌍수 περίδεισθον

(너희 둘은) 입혀라

περιδεῖσθων

(그 둘은) 입혀라

복수 περίδεισθε

(너희는) 입혀라

περιδεῖσθων, περιδεῖσθωσαν

(그들은) 입혀라

부정사 περίδεισθαι

입히는 것

분사 남성여성중성
περιδουμενος

περιδουμενου

περιδουμενη

περιδουμενης

περιδουμενον

περιδουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδήσω

(나는) 입겠다

περιδήσεις

(너는) 입겠다

περιδήσει

(그는) 입겠다

쌍수 περιδήσετον

(너희 둘은) 입겠다

περιδήσετον

(그 둘은) 입겠다

복수 περιδήσομεν

(우리는) 입겠다

περιδήσετε

(너희는) 입겠다

περιδήσουσιν*

(그들은) 입겠다

기원법단수 περιδήσοιμι

(나는) 입겠기를 (바라다)

περιδήσοις

(너는) 입겠기를 (바라다)

περιδήσοι

(그는) 입겠기를 (바라다)

쌍수 περιδήσοιτον

(너희 둘은) 입겠기를 (바라다)

περιδησοίτην

(그 둘은) 입겠기를 (바라다)

복수 περιδήσοιμεν

(우리는) 입겠기를 (바라다)

περιδήσοιτε

(너희는) 입겠기를 (바라다)

περιδήσοιεν

(그들은) 입겠기를 (바라다)

부정사 περιδήσειν

입을 것

분사 남성여성중성
περιδησων

περιδησοντος

περιδησουσα

περιδησουσης

περιδησον

περιδησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιδήσομαι

(나는) 입히겠다

περιδήσει, περιδήσῃ

(너는) 입히겠다

περιδήσεται

(그는) 입히겠다

쌍수 περιδήσεσθον

(너희 둘은) 입히겠다

περιδήσεσθον

(그 둘은) 입히겠다

복수 περιδησόμεθα

(우리는) 입히겠다

περιδήσεσθε

(너희는) 입히겠다

περιδήσονται

(그들은) 입히겠다

기원법단수 περιδησοίμην

(나는) 입히겠기를 (바라다)

περιδήσοιο

(너는) 입히겠기를 (바라다)

περιδήσοιτο

(그는) 입히겠기를 (바라다)

쌍수 περιδήσοισθον

(너희 둘은) 입히겠기를 (바라다)

περιδησοίσθην

(그 둘은) 입히겠기를 (바라다)

복수 περιδησοίμεθα

(우리는) 입히겠기를 (바라다)

περιδήσοισθε

(너희는) 입히겠기를 (바라다)

περιδήσοιντο

(그들은) 입히겠기를 (바라다)

부정사 περιδήσεσθαι

입힐 것

분사 남성여성중성
περιδησομενος

περιδησομενου

περιδησομενη

περιδησομενης

περιδησομενον

περιδησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιε͂δουν

(나는) 입고 있었다

περιε͂δεις

(너는) 입고 있었다

περιε͂δειν*

(그는) 입고 있었다

쌍수 περιέδειτον

(너희 둘은) 입고 있었다

περιεδεῖτην

(그 둘은) 입고 있었다

복수 περιέδουμεν

(우리는) 입고 있었다

περιέδειτε

(너희는) 입고 있었다

περιε͂δουν

(그들은) 입고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεδοῦμην

(나는) 입히고 있었다

περιέδου

(너는) 입히고 있었다

περιέδειτο

(그는) 입히고 있었다

쌍수 περιέδεισθον

(너희 둘은) 입히고 있었다

περιεδεῖσθην

(그 둘은) 입히고 있었다

복수 περιεδοῦμεθα

(우리는) 입히고 있었다

περιέδεισθε

(너희는) 입히고 있었다

περιέδουντο

(그들은) 입히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπειτ’ ἐπειδὰν ταῦτα πάντ’ ἔχῃ καλῶσ, περιδεῖσθε τοὺσ πώγωνασ. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Prologue 7:27)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Prologue 7:27)

유의어

  1. 입다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION