헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιβλέπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιβλέπω περιβλέψω

형태분석: περι (접두사) + βλέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1.  
  2. 존경하다, 존중하다, 공경하다, 갈망하다, 탐나다, 의심하다, 가정하다
  1. to look round about, gaze around
  2. to look round at
  3. to seek after, look about for
  4. to gaze on, admire, respect, to be jealous of, suspect, to covet

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβλέπω

(나는)  는다

περιβλέπεις

(너는)  는다

περιβλέπει

(그는)  는다

쌍수 περιβλέπετον

(너희 둘은)  는다

περιβλέπετον

(그 둘은)  는다

복수 περιβλέπομεν

(우리는)  는다

περιβλέπετε

(너희는)  는다

περιβλέπουσιν*

(그들은)  는다

접속법단수 περιβλέπω

(나는)  자

περιβλέπῃς

(너는)  자

περιβλέπῃ

(그는)  자

쌍수 περιβλέπητον

(너희 둘은)  자

περιβλέπητον

(그 둘은)  자

복수 περιβλέπωμεν

(우리는)  자

περιβλέπητε

(너희는)  자

περιβλέπωσιν*

(그들은)  자

기원법단수 περιβλέποιμι

(나는)  기를 (바라다)

περιβλέποις

(너는)  기를 (바라다)

περιβλέποι

(그는)  기를 (바라다)

쌍수 περιβλέποιτον

(너희 둘은)  기를 (바라다)

περιβλεποίτην

(그 둘은)  기를 (바라다)

복수 περιβλέποιμεν

(우리는)  기를 (바라다)

περιβλέποιτε

(너희는)  기를 (바라다)

περιβλέποιεν

(그들은)  기를 (바라다)

명령법단수 περιβλέπε

(너는)  어라

περιβλεπέτω

(그는)  어라

쌍수 περιβλέπετον

(너희 둘은)  어라

περιβλεπέτων

(그 둘은)  어라

복수 περιβλέπετε

(너희는)  어라

περιβλεπόντων, περιβλεπέτωσαν

(그들은)  어라

부정사 περιβλέπειν

 는 것

분사 남성여성중성
περιβλεπων

περιβλεποντος

περιβλεπουσα

περιβλεπουσης

περιβλεπον

περιβλεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβλέπομαι

(나는)  어진다

περιβλέπει, περιβλέπῃ

(너는)  어진다

περιβλέπεται

(그는)  어진다

쌍수 περιβλέπεσθον

(너희 둘은)  어진다

περιβλέπεσθον

(그 둘은)  어진다

복수 περιβλεπόμεθα

(우리는)  어진다

περιβλέπεσθε

(너희는)  어진다

περιβλέπονται

(그들은)  어진다

접속법단수 περιβλέπωμαι

(나는)  어지자

περιβλέπῃ

(너는)  어지자

περιβλέπηται

(그는)  어지자

쌍수 περιβλέπησθον

(너희 둘은)  어지자

περιβλέπησθον

(그 둘은)  어지자

복수 περιβλεπώμεθα

(우리는)  어지자

περιβλέπησθε

(너희는)  어지자

περιβλέπωνται

(그들은)  어지자

기원법단수 περιβλεποίμην

(나는)  어지기를 (바라다)

περιβλέποιο

(너는)  어지기를 (바라다)

περιβλέποιτο

(그는)  어지기를 (바라다)

쌍수 περιβλέποισθον

(너희 둘은)  어지기를 (바라다)

περιβλεποίσθην

(그 둘은)  어지기를 (바라다)

복수 περιβλεποίμεθα

(우리는)  어지기를 (바라다)

περιβλέποισθε

(너희는)  어지기를 (바라다)

περιβλέποιντο

(그들은)  어지기를 (바라다)

명령법단수 περιβλέπου

(너는)  어져라

περιβλεπέσθω

(그는)  어져라

쌍수 περιβλέπεσθον

(너희 둘은)  어져라

περιβλεπέσθων

(그 둘은)  어져라

복수 περιβλέπεσθε

(너희는)  어져라

περιβλεπέσθων, περιβλεπέσθωσαν

(그들은)  어져라

부정사 περιβλέπεσθαι

 어지는 것

분사 남성여성중성
περιβλεπομενος

περιβλεπομενου

περιβλεπομενη

περιβλεπομενης

περιβλεπομενον

περιβλεπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβλέψω

(나는)  겠다

περιβλέψεις

(너는)  겠다

περιβλέψει

(그는)  겠다

쌍수 περιβλέψετον

(너희 둘은)  겠다

περιβλέψετον

(그 둘은)  겠다

복수 περιβλέψομεν

(우리는)  겠다

περιβλέψετε

(너희는)  겠다

περιβλέψουσιν*

(그들은)  겠다

기원법단수 περιβλέψοιμι

(나는)  겠기를 (바라다)

περιβλέψοις

(너는)  겠기를 (바라다)

περιβλέψοι

(그는)  겠기를 (바라다)

쌍수 περιβλέψοιτον

(너희 둘은)  겠기를 (바라다)

περιβλεψοίτην

(그 둘은)  겠기를 (바라다)

복수 περιβλέψοιμεν

(우리는)  겠기를 (바라다)

περιβλέψοιτε

(너희는)  겠기를 (바라다)

περιβλέψοιεν

(그들은)  겠기를 (바라다)

부정사 περιβλέψειν

 을 것

분사 남성여성중성
περιβλεψων

περιβλεψοντος

περιβλεψουσα

περιβλεψουσης

περιβλεψον

περιβλεψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβλέψομαι

(나는)  어지겠다

περιβλέψει, περιβλέψῃ

(너는)  어지겠다

περιβλέψεται

(그는)  어지겠다

쌍수 περιβλέψεσθον

(너희 둘은)  어지겠다

περιβλέψεσθον

(그 둘은)  어지겠다

복수 περιβλεψόμεθα

(우리는)  어지겠다

περιβλέψεσθε

(너희는)  어지겠다

περιβλέψονται

(그들은)  어지겠다

기원법단수 περιβλεψοίμην

(나는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλέψοιο

(너는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλέψοιτο

(그는)  어지겠기를 (바라다)

쌍수 περιβλέψοισθον

(너희 둘은)  어지겠기를 (바라다)

περιβλεψοίσθην

(그 둘은)  어지겠기를 (바라다)

복수 περιβλεψοίμεθα

(우리는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλέψοισθε

(너희는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλέψοιντο

(그들은)  어지겠기를 (바라다)

부정사 περιβλέψεσθαι

 어질 것

분사 남성여성중성
περιβλεψομενος

περιβλεψομενου

περιβλεψομενη

περιβλεψομενης

περιβλεψομενον

περιβλεψομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβλεφθήσομαι

(나는)  어지겠다

περιβλεφθήσῃ

(너는)  어지겠다

περιβλεφθήσεται

(그는)  어지겠다

쌍수 περιβλεφθήσεσθον

(너희 둘은)  어지겠다

περιβλεφθήσεσθον

(그 둘은)  어지겠다

복수 περιβλεφθησόμεθα

(우리는)  어지겠다

περιβλεφθήσεσθε

(너희는)  어지겠다

περιβλεφθήσονται

(그들은)  어지겠다

기원법단수 περιβλεφθησοίμην

(나는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλεφθήσοιο

(너는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλεφθήσοιτο

(그는)  어지겠기를 (바라다)

쌍수 περιβλεφθήσοισθον

(너희 둘은)  어지겠기를 (바라다)

περιβλεφθησοίσθην

(그 둘은)  어지겠기를 (바라다)

복수 περιβλεφθησοίμεθα

(우리는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλεφθήσοισθε

(너희는)  어지겠기를 (바라다)

περιβλεφθήσοιντο

(그들은)  어지겠기를 (바라다)

부정사 περιβλεφθήσεσθαι

 어질 것

분사 남성여성중성
περιβλεφθησομενος

περιβλεφθησομενου

περιβλεφθησομενη

περιβλεφθησομενης

περιβλεφθησομενον

περιβλεφθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέβλεπον

(나는)  고 있었다

περιέβλεπες

(너는)  고 있었다

περιέβλεπεν*

(그는)  고 있었다

쌍수 περιεβλέπετον

(너희 둘은)  고 있었다

περιεβλεπέτην

(그 둘은)  고 있었다

복수 περιεβλέπομεν

(우리는)  고 있었다

περιεβλέπετε

(너희는)  고 있었다

περιέβλεπον

(그들은)  고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεβλεπόμην

(나는)  어지고 있었다

περιεβλέπου

(너는)  어지고 있었다

περιεβλέπετο

(그는)  어지고 있었다

쌍수 περιεβλέπεσθον

(너희 둘은)  어지고 있었다

περιεβλεπέσθην

(그 둘은)  어지고 있었다

복수 περιεβλεπόμεθα

(우리는)  어지고 있었다

περιεβλέπεσθε

(너희는)  어지고 있었다

περιεβλέποντο

(그들은)  어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέβλεψα

(나는)  었다

περιέβλεψας

(너는)  었다

περιέβλεψεν*

(그는)  었다

쌍수 περιεβλέψατον

(너희 둘은)  었다

περιεβλεψάτην

(그 둘은)  었다

복수 περιεβλέψαμεν

(우리는)  었다

περιεβλέψατε

(너희는)  었다

περιέβλεψαν

(그들은)  었다

접속법단수 περιβλέψω

(나는)  었자

περιβλέψῃς

(너는)  었자

περιβλέψῃ

(그는)  었자

쌍수 περιβλέψητον

(너희 둘은)  었자

περιβλέψητον

(그 둘은)  었자

복수 περιβλέψωμεν

(우리는)  었자

περιβλέψητε

(너희는)  었자

περιβλέψωσιν*

(그들은)  었자

기원법단수 περιβλέψαιμι

(나는)  었기를 (바라다)

περιβλέψαις

(너는)  었기를 (바라다)

περιβλέψαι

(그는)  었기를 (바라다)

쌍수 περιβλέψαιτον

(너희 둘은)  었기를 (바라다)

περιβλεψαίτην

(그 둘은)  었기를 (바라다)

복수 περιβλέψαιμεν

(우리는)  었기를 (바라다)

περιβλέψαιτε

(너희는)  었기를 (바라다)

περιβλέψαιεν

(그들은)  었기를 (바라다)

명령법단수 περιβλέψον

(너는)  었어라

περιβλεψάτω

(그는)  었어라

쌍수 περιβλέψατον

(너희 둘은)  었어라

περιβλεψάτων

(그 둘은)  었어라

복수 περιβλέψατε

(너희는)  었어라

περιβλεψάντων

(그들은)  었어라

부정사 περιβλέψαι

 었는 것

분사 남성여성중성
περιβλεψᾱς

περιβλεψαντος

περιβλεψᾱσα

περιβλεψᾱσης

περιβλεψαν

περιβλεψαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεβλεψάμην

(나는)  어졌다

περιεβλέψω

(너는)  어졌다

περιεβλέψατο

(그는)  어졌다

쌍수 περιεβλέψασθον

(너희 둘은)  어졌다

περιεβλεψάσθην

(그 둘은)  어졌다

복수 περιεβλεψάμεθα

(우리는)  어졌다

περιεβλέψασθε

(너희는)  어졌다

περιεβλέψαντο

(그들은)  어졌다

접속법단수 περιβλέψωμαι

(나는)  어졌자

περιβλέψῃ

(너는)  어졌자

περιβλέψηται

(그는)  어졌자

쌍수 περιβλέψησθον

(너희 둘은)  어졌자

περιβλέψησθον

(그 둘은)  어졌자

복수 περιβλεψώμεθα

(우리는)  어졌자

περιβλέψησθε

(너희는)  어졌자

περιβλέψωνται

(그들은)  어졌자

기원법단수 περιβλεψαίμην

(나는)  어졌기를 (바라다)

περιβλέψαιο

(너는)  어졌기를 (바라다)

περιβλέψαιτο

(그는)  어졌기를 (바라다)

쌍수 περιβλέψαισθον

(너희 둘은)  어졌기를 (바라다)

περιβλεψαίσθην

(그 둘은)  어졌기를 (바라다)

복수 περιβλεψαίμεθα

(우리는)  어졌기를 (바라다)

περιβλέψαισθε

(너희는)  어졌기를 (바라다)

περιβλέψαιντο

(그들은)  어졌기를 (바라다)

명령법단수 περιβλέψαι

(너는)  어졌어라

περιβλεψάσθω

(그는)  어졌어라

쌍수 περιβλέψασθον

(너희 둘은)  어졌어라

περιβλεψάσθων

(그 둘은)  어졌어라

복수 περιβλέψασθε

(너희는)  어졌어라

περιβλεψάσθων

(그들은)  어졌어라

부정사 περιβλέψεσθαι

 어졌는 것

분사 남성여성중성
περιβλεψαμενος

περιβλεψαμενου

περιβλεψαμενη

περιβλεψαμενης

περιβλεψαμενον

περιβλεψαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεβλέφθην

(나는)  어졌다

περιεβλέφθης

(너는)  어졌다

περιεβλέφθη

(그는)  어졌다

쌍수 περιεβλέφθητον

(너희 둘은)  어졌다

περιεβλεφθήτην

(그 둘은)  어졌다

복수 περιεβλέφθημεν

(우리는)  어졌다

περιεβλέφθητε

(너희는)  어졌다

περιεβλέφθησαν

(그들은)  어졌다

접속법단수 περιβλέφθω

(나는)  어졌자

περιβλέφθῃς

(너는)  어졌자

περιβλέφθῃ

(그는)  어졌자

쌍수 περιβλέφθητον

(너희 둘은)  어졌자

περιβλέφθητον

(그 둘은)  어졌자

복수 περιβλέφθωμεν

(우리는)  어졌자

περιβλέφθητε

(너희는)  어졌자

περιβλέφθωσιν*

(그들은)  어졌자

기원법단수 περιβλεφθείην

(나는)  어졌기를 (바라다)

περιβλεφθείης

(너는)  어졌기를 (바라다)

περιβλεφθείη

(그는)  어졌기를 (바라다)

쌍수 περιβλεφθείητον

(너희 둘은)  어졌기를 (바라다)

περιβλεφθειήτην

(그 둘은)  어졌기를 (바라다)

복수 περιβλεφθείημεν

(우리는)  어졌기를 (바라다)

περιβλεφθείητε

(너희는)  어졌기를 (바라다)

περιβλεφθείησαν

(그들은)  어졌기를 (바라다)

명령법단수 περιβλέφθητι

(너는)  어졌어라

περιβλεφθήτω

(그는)  어졌어라

쌍수 περιβλέφθητον

(너희 둘은)  어졌어라

περιβλεφθήτων

(그 둘은)  어졌어라

복수 περιβλέφθητε

(너희는)  어졌어라

περιβλεφθέντων

(그들은)  어졌어라

부정사 περιβλεφθῆναι

 어졌는 것

분사 남성여성중성
περιβλεφθεις

περιβλεφθεντος

περιβλεφθεισα

περιβλεφθεισης

περιβλεφθεν

περιβλεφθεντος

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβέβλεφα

(나는)  었다

περιβέβλεφας

(너는)  었다

περιβέβλεφεν*

(그는)  었다

쌍수 περιβεβλέφατον

(너희 둘은)  었다

περιβεβλέφατον

(그 둘은)  었다

복수 περιβεβλέφαμεν

(우리는)  었다

περιβεβλέφατε

(너희는)  었다

περιβεβλέφᾱσιν*

(그들은)  었다

접속법단수 περιβεβλέφω

(나는)  었자

περιβεβλέφῃς

(너는)  었자

περιβεβλέφῃ

(그는)  었자

쌍수 περιβεβλέφητον

(너희 둘은)  었자

περιβεβλέφητον

(그 둘은)  었자

복수 περιβεβλέφωμεν

(우리는)  었자

περιβεβλέφητε

(너희는)  었자

περιβεβλέφωσιν*

(그들은)  었자

기원법단수 περιβεβλέφοιμι

(나는)  었기를 (바라다)

περιβεβλέφοις

(너는)  었기를 (바라다)

περιβεβλέφοι

(그는)  었기를 (바라다)

쌍수 περιβεβλέφοιτον

(너희 둘은)  었기를 (바라다)

περιβεβλεφοίτην

(그 둘은)  었기를 (바라다)

복수 περιβεβλέφοιμεν

(우리는)  었기를 (바라다)

περιβεβλέφοιτε

(너희는)  었기를 (바라다)

περιβεβλέφοιεν

(그들은)  었기를 (바라다)

명령법단수 περιβέβλεφε

(너는)  었어라

περιβεβλεφέτω

(그는)  었어라

쌍수 περιβεβλέφετον

(너희 둘은)  었어라

περιβεβλεφέτων

(그 둘은)  었어라

복수 περιβεβλέφετε

(너희는)  었어라

περιβεβλεφόντων

(그들은)  었어라

부정사 περιβεβλεφέναι

 었는 것

분사 남성여성중성
περιβεβλεφως

περιβεβλεφοντος

περιβεβλεφυῑα

περιβεβλεφυῑᾱς

περιβεβλεφον

περιβεβλεφοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιβέβλεμμαι

(나는)  어졌다

περιβέβλεψαι

(너는)  어졌다

περιβέβλεπται

(그는)  어졌다

쌍수 περιβέβλεφθον

(너희 둘은)  어졌다

περιβέβλεφθον

(그 둘은)  어졌다

복수 περιβεβλε͂μμεθα

(우리는)  어졌다

περιβέβλεφθε

(너희는)  어졌다

περιβεβλέφαται

(그들은)  어졌다

명령법단수 περιβέβλεψο

(너는)  어졌어라

περιβεβλέφθω

(그는)  어졌어라

쌍수 περιβέβλεφθον

(너희 둘은)  어졌어라

περιβεβλέφθων

(그 둘은)  어졌어라

복수 περιβέβλεφθε

(너희는)  어졌어라

περιβεβλέφθων

(그들은)  어졌어라

부정사 περιβέβλεφθαι

 어졌는 것

분사 남성여성중성
περιβεβλεμμενος

περιβεβλεμμενου

περιβεβλεμμενη

περιβεβλεμμενης

περιβεβλεμμενον

περιβεβλεμμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • περιβλεψάμενοσ δὲ ὧδε καὶ ὧδε οὐχ ὁρᾷ οὐδένα καὶ πατάξασ τὸν Αἰγύπτιον, ἔκρυψεν αὐτὸν ἐν τῇ ἄμμῳ. (Septuagint, Liber Exodus 2:12)

    (70인역 성경, 탈출기 2:12)

  • εὐθὺσ ἐγώ, ὅταν πλέω, κατακύψασ εἰσ τὸν βυθὸν ἢ τὸ πέλαγοσ περιβλεψάμενοσ καὶ μὴ ἰδὼν γῆν ἐξίσταμαι καὶ φανταζόμενοσ, ὅτι ὅλον με δεῖ τὸ πέλαγοσ τοῦτο ἐκπιεῖν, ἂν ναυαγήσω, οὐκ ἐπέρχεταί μοι, ὅτι μοι τρεῖσ ξέσται ἀρκοῦσιν. (Epictetus, Works, book 2, 21:2)

    (에픽테토스, Works, book 2, 21:2)

  • καὶ περιβλεψάμενοσ αὐτοὺσ μετ’ ὀργῆσ, συνλυπούμενοσ ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆσ καρδίασ αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου· (, chapter 1 90:1)

    (, chapter 1 90:1)

  • καὶ περιβλεψάμενοσ τοὺσ περὶ αὐτὸν κύκλῳ καθημένουσ λέγει Ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· (, chapter 1 121:1)

    (, chapter 1 121:1)

  • Καὶ περιβλεψάμενοσ ὁ Ιἠσοῦσ λέγει τοῖσ μαθηταῖσ αὐτοῦ Πῶσ δυσκόλωσ οἱ τὰ χρήματα ἔχοντεσ εἰσ τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελεύσονται. (, chapter 10 26:1)

    (, chapter 10 26:1)

유의어

  1.  

  2. to look round at

  3. to seek after

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION