헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παραμείβω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παραμείβω παραμείψω

형태분석: παρ (접두사) + ἀμείβ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흐르다, ~보다 낫다, 능가하다
  2. 초과하다, 우수하다, 넘어서다, 초월하다
  3. 지나가다, 지나치다
  4. 지나가다, 흐르다, ~보다 낫다, 능가하다, 나아가다
  5. 침묵을 지키다, 조용히 떠나다, 조용히 지나가다
  6. 지나가다, 흘러가다, 지나치다
  7. 우회시키다, 전환하다, 관여하다
  1. to leave on one side, pass by
  2. to outrun, exceed, excel
  3. to pass
  4. to go past, pass by, leave on one side, shall pass through
  5. to pass over, make no mention of
  6. to outrun, outstrip
  7. to pass, go by
  8. to turn aside, divert

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμείβω

(나는) 흐른다

παραμείβεις

(너는) 흐른다

παραμείβει

(그는) 흐른다

쌍수 παραμείβετον

(너희 둘은) 흐른다

παραμείβετον

(그 둘은) 흐른다

복수 παραμείβομεν

(우리는) 흐른다

παραμείβετε

(너희는) 흐른다

παραμείβουσιν*

(그들은) 흐른다

접속법단수 παραμείβω

(나는) 흐르자

παραμείβῃς

(너는) 흐르자

παραμείβῃ

(그는) 흐르자

쌍수 παραμείβητον

(너희 둘은) 흐르자

παραμείβητον

(그 둘은) 흐르자

복수 παραμείβωμεν

(우리는) 흐르자

παραμείβητε

(너희는) 흐르자

παραμείβωσιν*

(그들은) 흐르자

기원법단수 παραμείβοιμι

(나는) 흐르기를 (바라다)

παραμείβοις

(너는) 흐르기를 (바라다)

παραμείβοι

(그는) 흐르기를 (바라다)

쌍수 παραμείβοιτον

(너희 둘은) 흐르기를 (바라다)

παραμειβοίτην

(그 둘은) 흐르기를 (바라다)

복수 παραμείβοιμεν

(우리는) 흐르기를 (바라다)

παραμείβοιτε

(너희는) 흐르기를 (바라다)

παραμείβοιεν

(그들은) 흐르기를 (바라다)

명령법단수 παράμειβε

(너는) 흘러라

παραμειβέτω

(그는) 흘러라

쌍수 παραμείβετον

(너희 둘은) 흘러라

παραμειβέτων

(그 둘은) 흘러라

복수 παραμείβετε

(너희는) 흘러라

παραμειβόντων, παραμειβέτωσαν

(그들은) 흘러라

부정사 παραμείβειν

흐르는 것

분사 남성여성중성
παραμειβων

παραμειβοντος

παραμειβουσα

παραμειβουσης

παραμειβον

παραμειβοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμείβομαι

(나는) 흘러진다

παραμείβει, παραμείβῃ

(너는) 흘러진다

παραμείβεται

(그는) 흘러진다

쌍수 παραμείβεσθον

(너희 둘은) 흘러진다

παραμείβεσθον

(그 둘은) 흘러진다

복수 παραμειβόμεθα

(우리는) 흘러진다

παραμείβεσθε

(너희는) 흘러진다

παραμείβονται

(그들은) 흘러진다

접속법단수 παραμείβωμαι

(나는) 흘러지자

παραμείβῃ

(너는) 흘러지자

παραμείβηται

(그는) 흘러지자

쌍수 παραμείβησθον

(너희 둘은) 흘러지자

παραμείβησθον

(그 둘은) 흘러지자

복수 παραμειβώμεθα

(우리는) 흘러지자

παραμείβησθε

(너희는) 흘러지자

παραμείβωνται

(그들은) 흘러지자

기원법단수 παραμειβοίμην

(나는) 흘러지기를 (바라다)

παραμείβοιο

(너는) 흘러지기를 (바라다)

παραμείβοιτο

(그는) 흘러지기를 (바라다)

쌍수 παραμείβοισθον

(너희 둘은) 흘러지기를 (바라다)

παραμειβοίσθην

(그 둘은) 흘러지기를 (바라다)

복수 παραμειβοίμεθα

(우리는) 흘러지기를 (바라다)

παραμείβοισθε

(너희는) 흘러지기를 (바라다)

παραμείβοιντο

(그들은) 흘러지기를 (바라다)

명령법단수 παραμείβου

(너는) 흘러져라

παραμειβέσθω

(그는) 흘러져라

쌍수 παραμείβεσθον

(너희 둘은) 흘러져라

παραμειβέσθων

(그 둘은) 흘러져라

복수 παραμείβεσθε

(너희는) 흘러져라

παραμειβέσθων, παραμειβέσθωσαν

(그들은) 흘러져라

부정사 παραμείβεσθαι

흘러지는 것

분사 남성여성중성
παραμειβομενος

παραμειβομενου

παραμειβομενη

παραμειβομενης

παραμειβομενον

παραμειβομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμείψω

(나는) 흐르겠다

παραμείψεις

(너는) 흐르겠다

παραμείψει

(그는) 흐르겠다

쌍수 παραμείψετον

(너희 둘은) 흐르겠다

παραμείψετον

(그 둘은) 흐르겠다

복수 παραμείψομεν

(우리는) 흐르겠다

παραμείψετε

(너희는) 흐르겠다

παραμείψουσιν*

(그들은) 흐르겠다

기원법단수 παραμείψοιμι

(나는) 흐르겠기를 (바라다)

παραμείψοις

(너는) 흐르겠기를 (바라다)

παραμείψοι

(그는) 흐르겠기를 (바라다)

쌍수 παραμείψοιτον

(너희 둘은) 흐르겠기를 (바라다)

παραμειψοίτην

(그 둘은) 흐르겠기를 (바라다)

복수 παραμείψοιμεν

(우리는) 흐르겠기를 (바라다)

παραμείψοιτε

(너희는) 흐르겠기를 (바라다)

παραμείψοιεν

(그들은) 흐르겠기를 (바라다)

부정사 παραμείψειν

흐를 것

분사 남성여성중성
παραμειψων

παραμειψοντος

παραμειψουσα

παραμειψουσης

παραμειψον

παραμειψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παραμείψομαι

(나는) 흘러지겠다

παραμείψει, παραμείψῃ

(너는) 흘러지겠다

παραμείψεται

(그는) 흘러지겠다

쌍수 παραμείψεσθον

(너희 둘은) 흘러지겠다

παραμείψεσθον

(그 둘은) 흘러지겠다

복수 παραμειψόμεθα

(우리는) 흘러지겠다

παραμείψεσθε

(너희는) 흘러지겠다

παραμείψονται

(그들은) 흘러지겠다

기원법단수 παραμειψοίμην

(나는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραμείψοιο

(너는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραμείψοιτο

(그는) 흘러지겠기를 (바라다)

쌍수 παραμείψοισθον

(너희 둘은) 흘러지겠기를 (바라다)

παραμειψοίσθην

(그 둘은) 흘러지겠기를 (바라다)

복수 παραμειψοίμεθα

(우리는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραμείψοισθε

(너희는) 흘러지겠기를 (바라다)

παραμείψοιντο

(그들은) 흘러지겠기를 (바라다)

부정사 παραμείψεσθαι

흘러질 것

분사 남성여성중성
παραμειψομενος

παραμειψομενου

παραμειψομενη

παραμειψομενης

παραμειψομενον

παραμειψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρῆμειβον

(나는) 흐르고 있었다

παρῆμειβες

(너는) 흐르고 있었다

παρῆμειβεν*

(그는) 흐르고 있었다

쌍수 παρήμειβετον

(너희 둘은) 흐르고 있었다

παρημεῖβετην

(그 둘은) 흐르고 있었다

복수 παρήμειβομεν

(우리는) 흐르고 있었다

παρήμειβετε

(너희는) 흐르고 있었다

παρῆμειβον

(그들은) 흐르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρημεῖβομην

(나는) 흘러지고 있었다

παρήμειβου

(너는) 흘러지고 있었다

παρήμειβετο

(그는) 흘러지고 있었다

쌍수 παρήμειβεσθον

(너희 둘은) 흘러지고 있었다

παρημεῖβεσθην

(그 둘은) 흘러지고 있었다

복수 παρημεῖβομεθα

(우리는) 흘러지고 있었다

παρήμειβεσθε

(너희는) 흘러지고 있었다

παρήμειβοντο

(그들은) 흘러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τοῦ μέν θ’ ἱερὸν αἶψα, καὶ εὐρείασ ποταμοῖο ἠιόνασ πεδίον τε, βαθυρρείοντά τε Κάλπην δερκόμενοι παράμειβον, ὁμῶσ δ’ ἐπὶ ἤματι νύκτα νήνεμον ἀκαμάτῃσιν ἐπερρώοντ’ ἐλάτῃσιν. (Apollodorus, Argonautica, book 2 10:26)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 10:26)

  • ἔνθεν δ’ ἀντιπέρην ποταμοῦ στόμα Σαγγαρίοιο καὶ Μαριανδυνῶν ἀνδρῶν ἐριθηλέα γαῖαν ἠδὲ Λύκοιο ῥέεθρα καὶ Ἀνθεμοεισίδα λίμνην δερκόμενοι παράμειβον· (Apollodorus, Argonautica, book 2 12:2)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 12:2)

  • τῇ δ’ ἐπὶ καὶ Μελίτην, λιαρῷ περιγηθέεσ οὔρῳ, αἰπεινήν τε Κερωσσόν, ὕπερθε δὲ πολλὸν ἐοῦσαν Νυμφαίην παράμειβον, ἵνα κρείουσα Καλυψὼ Ἀτλαντὶσ ναίεσκε· (Apollodorus, Argonautica, book 4 10:11)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 4 10:11)

  • καὶ μὲν τὰσ παράμειβον ἐπ’ ἤματι· (Apollodorus, Argonautica, book 4 15:46)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 4 15:46)

유의어

  1. 흐르다

  2. 초과하다

  3. 지나가다

  4. 침묵을 지키다

  5. to outrun

  6. 지나가다

  7. 우회시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION